Όλα είναι δρόμος ;

Σήμερα θα σου μιλήσω για μια πολύ διαφορετική ταινία. Διαφορετική από αυτά που έχεις δει τόσο στον ελληνικό όσο και στον ξένο κινηματογράφο. Από έναν πολύ ξεχωριστό σκηνοθέτη κι έναν επίσης αντισυμβατικό σεναριογράφο-συγγραφέα. Ο λόγος για το « Όλα είναι Δρόμος » σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη και σενάριο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Από το μακρινό πλέον 1998.

Σήμερα θα σου μιλήσω για μια πολύ διαφορετική ταινία. Διαφορετική από αυτά που έχεις δει τόσο στον ελληνικό όσο και στον ξένο κινηματογράφο. Από έναν πολύ ξεχωριστό σκηνοθέτη κι έναν επίσης αντισυμβατικό σεναριογράφο-συγγραφέα. Ο λόγος για το « Όλα είναι Δρόμος » σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη και σενάριο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Από το μακρινό πλέον 1998.Η ταινία είναι χωρισμένη σε τρία διαφορετικά επεισόδια. Μπορεί να μην είναι αλληλένδετα, αλλά έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την διαχείριση του ανθρωπίνου πόνου. Στην πρώτη ιστορία, με τίτλο «χαρώνειο νόμισμα», ένας αρχαιολόγος με αφορμή την ανακάλυψη ενός ελληνιστικού τάφου στρατιώτη στην περιοχή των Φιλίππων, ξεκινά ένα μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό σε κάποια σημεία, ταξίδι. Αναζητά τους φίλους του φαντάρου-αυτόχειρα γιου του έναν χρόνο μετά το τραγικό συμβάν. Μια προσπάθεια του να καταλάβει, να συμφιλιωθεί και να «αποδεχτεί» την επιλογή του Αλέξη (ο γιος του) και να μετριάσει τον πόνο και την μοναξιά του.Στη δεύτερη ιστορία, «η τελευταία νανοχήνα» ο γερασμένος φύλακας του βιοτόπου στο Δέλτα του Έβρου ξεναγεί τρεις ορνιθολόγους στην περιοχή, για να παρατηρήσουν την τελευταία για το είδος της νανοχήνα. Μέχρι που κάποιος λαθροκυνηγός την σκοτώνει. Και τότε ο φύλακας (Θανάσης Βεγγος) τον εκτελεί εν ψυχρό χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε αυτή την ιστορία αξίζει να παρατηρήσει κάνεις και τα υπέροχα μουντά τοπία της Ελλάδας. Όπως λέει και ο Βεγγος «εδώ η Ελλάδα, είναι όμορφη ακόμη..»Η τρίτη ιστορία κινείται σε πολύ αλλιώτικους τόνους, αλλά και μουσικές από τις δυο προηγούμενες. Στο «Βιετνάμ» παρακολουθούμε τον Μάκη, έναν επιχειρηματία που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του μαζί με τα παιδιά του, να προσπαθεί να κρύψει κι ίσως να πνίξει τον πόνο του σε μια επαρχιακή μπουζουκλερί με όνομα Βιετνάμ. Ένα βραδύ αποφασίζει να αγοράσει το μαγαζί και να το γκρεμίσει μπροστά σε όλους τους υπάλληλους και καθώς ο ίδιος χορεύει ένα αργόσυρτο νταλκαδιάρικο ζεϊμπέκικο… Τα χρώματα της ιστορίας αυτής πιο έντονα και ζωηρά από τις άλλες δυο, καθώς και τα πλάνα πολύ πιο σύντομα. Από εδώ προέρχεται και η ατάκα «Ηλία ριχτό» που πολύ πιθανό να στοίχειωσε τους γονείς σου κάποτε…Όπως σου είπα κοινός παρονομαστής η διαχείριση του πόνου και κοινό συμπέρασμα πως τίποτα δεν μένει στάσιμο και όλα προχωράνε. Η ζωή είναι ένας δρόμος που δεν ξέρεις που θα σταματήσει. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον πόνο με καρτερικότητα και αναμασώντας τις επίπονες αναμνήσεις, άλλοι με απότομες και εν μέρει υπερβολικές αντιδράσεις, κι άλλοι με ξεσπάσματα υπό την επήρεια αλκοόλ και μουσικής.Όλοι όμως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, βαδίζουν σε αυτό τον άδικο δρόμο που λέγεται ζωή. Η ταινία θέλει ώριμο μυαλό για να σε ωριμάσει περισσότερο. Θέλει και αυτογνωσία για να βρεις την αντανάκλαση σου μέσα της. Και τέλος θέλει πολύ χρόνο για να την επεξεργαστείς στο μυαλό σου.
Όλα είναι Δρόμος, των Γιώργου Σκαμπαρδώνη- Παντελή Βούλγαρη

Η ταινία είναι χωρισμένη σε τρία διαφορετικά επεισόδια. Μπορεί να μην είναι αλληλένδετα, αλλά έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την διαχείριση του ανθρωπίνου πόνου. Στην πρώτη ιστορία, με τίτλο «χαρώνειο νόμισμα», ένας αρχαιολόγος με αφορμή την ανακάλυψη ενός ελληνιστικού τάφου στρατιώτη στην περιοχή των Φιλίππων, ξεκινά ένα μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό σε κάποια σημεία, ταξίδι. Αναζητά τους φίλους του φαντάρου-αυτόχειρα γιου του έναν χρόνο μετά το τραγικό συμβάν. Μια προσπάθεια του να καταλάβει, να συμφιλιωθεί και να «αποδεχτεί» την επιλογή του Αλέξη (ο γιος του) και να μετριάσει τον πόνο και την μοναξιά του.

όλα είναι δρόμος, χαρώνειο νόμισμα
Όλα είναι Δρόμος, “Το χαρώνειο Νόμισμα”

Στη δεύτερη ιστορία, «η τελευταία νανοχήνα» ο γερασμένος φύλακας του βιοτόπου στο Δέλτα του Έβρου ξεναγεί τρεις ορνιθολόγους στην περιοχή, για να παρατηρήσουν την τελευταία για το είδος της νανοχήνα. Μέχρι που κάποιος λαθροκυνηγός την σκοτώνει. Και τότε ο φύλακας (Θανάσης Βεγγος) τον εκτελεί εν ψυχρό χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε αυτή την ιστορία αξίζει να παρατηρήσει κάνεις και τα υπέροχα μουντά τοπία της Ελλάδας. Όπως λέει και ο Βεγγος «εδώ η Ελλάδα, είναι όμορφη ακόμη..»

Όλα είναι δρόμος, η τελευταία νανοχήνα
Όλα είναι Δρόμος, “Η τελευταία νανοχήνα”

Η τρίτη ιστορία κινείται σε πολύ αλλιώτικους τόνους, αλλά και μουσικές από τις δυο προηγούμενες. Στο «Βιετνάμ» παρακολουθούμε τον Μάκη, έναν επιχειρηματία που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του μαζί με τα παιδιά του, να προσπαθεί να κρύψει κι ίσως να πνίξει τον πόνο του σε μια επαρχιακή μπουζουκλερί με όνομα Βιετνάμ. Ένα βραδύ αποφασίζει να αγοράσει το μαγαζί και να το γκρεμίσει μπροστά σε όλους τους υπάλληλους και καθώς ο ίδιος χορεύει ένα αργόσυρτο νταλκαδιάρικο ζεϊμπέκικο… Τα χρώματα της ιστορίας αυτής πιο έντονα και ζωηρά από τις άλλες δυο, καθώς και τα πλάνα πολύ πιο σύντομα. Από εδώ προέρχεται και η ατάκα «Ηλία ριχτό» που πολύ πιθανό να στοίχειωσε τους γονείς σου κάποτε…

Όλα είναι δρόμος, Ηλία, Ρίχτο
Η χαρακτηριστική σκηνή όπου ακούσαμε την επική ατάκα “Ηλία, ρίχτο!”

Όπως σου είπα κοινός παρονομαστής η διαχείριση του πόνου και κοινό συμπέρασμα πως τίποτα δεν μένει στάσιμο και όλα προχωράνε. Η ζωή είναι ένας δρόμος που δεν ξέρεις που θα σταματήσει. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον πόνο με καρτερικότητα και αναμασώντας τις επίπονες αναμνήσεις, άλλοι με απότομες και εν μέρει υπερβολικές αντιδράσεις, κι άλλοι με ξεσπάσματα υπό την επήρεια αλκοόλ και μουσικής.

Σήμερα θα σου μιλήσω για μια πολύ διαφορετική ταινία. Διαφορετική από αυτά που έχεις δει τόσο στον ελληνικό όσο και στον ξένο κινηματογράφο. Από έναν πολύ ξεχωριστό σκηνοθέτη κι έναν επίσης αντισυμβατικό σεναριογράφο-συγγραφέα. Ο λόγος για το « Όλα είναι Δρόμος » σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη και σενάριο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Από το μακρινό πλέον 1998.Η ταινία είναι χωρισμένη σε τρία διαφορετικά επεισόδια. Μπορεί να μην είναι αλληλένδετα, αλλά έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την διαχείριση του ανθρωπίνου πόνου. Στην πρώτη ιστορία, με τίτλο «χαρώνειο νόμισμα», ένας αρχαιολόγος με αφορμή την ανακάλυψη ενός ελληνιστικού τάφου στρατιώτη στην περιοχή των Φιλίππων, ξεκινά ένα μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό σε κάποια σημεία, ταξίδι. Αναζητά τους φίλους του φαντάρου-αυτόχειρα γιου του έναν χρόνο μετά το τραγικό συμβάν. Μια προσπάθεια του να καταλάβει, να συμφιλιωθεί και να «αποδεχτεί» την επιλογή του Αλέξη (ο γιος του) και να μετριάσει τον πόνο και την μοναξιά του.Στη δεύτερη ιστορία, «η τελευταία νανοχήνα» ο γερασμένος φύλακας του βιοτόπου στο Δέλτα του Έβρου ξεναγεί τρεις ορνιθολόγους στην περιοχή, για να παρατηρήσουν την τελευταία για το είδος της νανοχήνα. Μέχρι που κάποιος λαθροκυνηγός την σκοτώνει. Και τότε ο φύλακας (Θανάσης Βεγγος) τον εκτελεί εν ψυχρό χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε αυτή την ιστορία αξίζει να παρατηρήσει κάνεις και τα υπέροχα μουντά τοπία της Ελλάδας. Όπως λέει και ο Βεγγος «εδώ η Ελλάδα, είναι όμορφη ακόμη..»Η τρίτη ιστορία κινείται σε πολύ αλλιώτικους τόνους, αλλά και μουσικές από τις δυο προηγούμενες. Στο «Βιετνάμ» παρακολουθούμε τον Μάκη, έναν επιχειρηματία που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του μαζί με τα παιδιά του, να προσπαθεί να κρύψει κι ίσως να πνίξει τον πόνο του σε μια επαρχιακή μπουζουκλερί με όνομα Βιετνάμ. Ένα βραδύ αποφασίζει να αγοράσει το μαγαζί και να το γκρεμίσει μπροστά σε όλους τους υπάλληλους και καθώς ο ίδιος χορεύει ένα αργόσυρτο νταλκαδιάρικο ζεϊμπέκικο… Τα χρώματα της ιστορίας αυτής πιο έντονα και ζωηρά από τις άλλες δυο, καθώς και τα πλάνα πολύ πιο σύντομα. Από εδώ προέρχεται και η ατάκα «Ηλία ριχτό» που πολύ πιθανό να στοίχειωσε τους γονείς σου κάποτε…Όπως σου είπα κοινός παρονομαστής η διαχείριση του πόνου και κοινό συμπέρασμα πως τίποτα δεν μένει στάσιμο και όλα προχωράνε. Η ζωή είναι ένας δρόμος που δεν ξέρεις που θα σταματήσει. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον πόνο με καρτερικότητα και αναμασώντας τις επίπονες αναμνήσεις, άλλοι με απότομες και εν μέρει υπερβολικές αντιδράσεις, κι άλλοι με ξεσπάσματα υπό την επήρεια αλκοόλ και μουσικής.Όλοι όμως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, βαδίζουν σε αυτό τον άδικο δρόμο που λέγεται ζωή. Η ταινία θέλει ώριμο μυαλό για να σε ωριμάσει περισσότερο. Θέλει και αυτογνωσία για να βρεις την αντανάκλαση σου μέσα της. Και τέλος θέλει πολύ χρόνο για να την επεξεργαστείς στο μυαλό σου.
Γιώργος Αρμένης και Ρεγγίνα Ρεμένσιους σε σκηνή από την ταινία “Όλα είναι Δρόμος”

Όλοι όμως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, βαδίζουν σε αυτό τον άδικο δρόμο που λέγεται ζωή. Η ταινία θέλει ώριμο μυαλό για να σε ωριμάσει περισσότερο. Θέλει και αυτογνωσία για να βρεις την αντανάκλαση σου μέσα της. Και τέλος θέλει πολύ χρόνο για να την επεξεργαστείς στο μυαλό σου.

Δεν ξέρω αν είσαι μικρός ή μεγάλος, ξέρω όμως ότι για όλους μας θα υπάρχει μια ταινία να σε κάνει να νιώθεις μικρός για τον κόσμο της. Για μένα το « όλα είναι δρόμος » ήταν ακριβώς αυτό.
Σήμερα θα σου μιλήσω για μια πολύ διαφορετική ταινία. Διαφορετική από αυτά που έχεις δει τόσο στον ελληνικό όσο και στον ξένο κινηματογράφο. Από έναν πολύ ξεχωριστό σκηνοθέτη κι έναν επίσης αντισυμβατικό σεναριογράφο-συγγραφέα. Ο λόγος για το « Όλα είναι Δρόμος » σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη και σενάριο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Από το μακρινό πλέον 1998.Η ταινία είναι χωρισμένη σε τρία διαφορετικά επεισόδια. Μπορεί να μην είναι αλληλένδετα, αλλά έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την διαχείριση του ανθρωπίνου πόνου. Στην πρώτη ιστορία, με τίτλο «χαρώνειο νόμισμα», ένας αρχαιολόγος με αφορμή την ανακάλυψη ενός ελληνιστικού τάφου στρατιώτη στην περιοχή των Φιλίππων, ξεκινά ένα μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό σε κάποια σημεία, ταξίδι. Αναζητά τους φίλους του φαντάρου-αυτόχειρα γιου του έναν χρόνο μετά το τραγικό συμβάν. Μια προσπάθεια του να καταλάβει, να συμφιλιωθεί και να «αποδεχτεί» την επιλογή του Αλέξη (ο γιος του) και να μετριάσει τον πόνο και την μοναξιά του.Στη δεύτερη ιστορία, «η τελευταία νανοχήνα» ο γερασμένος φύλακας του βιοτόπου στο Δέλτα του Έβρου ξεναγεί τρεις ορνιθολόγους στην περιοχή, για να παρατηρήσουν την τελευταία για το είδος της νανοχήνα. Μέχρι που κάποιος λαθροκυνηγός την σκοτώνει. Και τότε ο φύλακας (Θανάσης Βεγγος) τον εκτελεί εν ψυχρό χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε αυτή την ιστορία αξίζει να παρατηρήσει κάνεις και τα υπέροχα μουντά τοπία της Ελλάδας. Όπως λέει και ο Βεγγος «εδώ η Ελλάδα, είναι όμορφη ακόμη..»Η τρίτη ιστορία κινείται σε πολύ αλλιώτικους τόνους, αλλά και μουσικές από τις δυο προηγούμενες. Στο «Βιετνάμ» παρακολουθούμε τον Μάκη, έναν επιχειρηματία που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του μαζί με τα παιδιά του, να προσπαθεί να κρύψει κι ίσως να πνίξει τον πόνο του σε μια επαρχιακή μπουζουκλερί με όνομα Βιετνάμ. Ένα βραδύ αποφασίζει να αγοράσει το μαγαζί και να το γκρεμίσει μπροστά σε όλους τους υπάλληλους και καθώς ο ίδιος χορεύει ένα αργόσυρτο νταλκαδιάρικο ζεϊμπέκικο… Τα χρώματα της ιστορίας αυτής πιο έντονα και ζωηρά από τις άλλες δυο, καθώς και τα πλάνα πολύ πιο σύντομα. Από εδώ προέρχεται και η ατάκα «Ηλία ριχτό» που πολύ πιθανό να στοίχειωσε τους γονείς σου κάποτε…Όπως σου είπα κοινός παρονομαστής η διαχείριση του πόνου και κοινό συμπέρασμα πως τίποτα δεν μένει στάσιμο και όλα προχωράνε. Η ζωή είναι ένας δρόμος που δεν ξέρεις που θα σταματήσει. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον πόνο με καρτερικότητα και αναμασώντας τις επίπονες αναμνήσεις, άλλοι με απότομες και εν μέρει υπερβολικές αντιδράσεις, κι άλλοι με ξεσπάσματα υπό την επήρεια αλκοόλ και μουσικής.Όλοι όμως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, βαδίζουν σε αυτό τον άδικο δρόμο που λέγεται ζωή. Η ταινία θέλει ώριμο μυαλό για να σε ωριμάσει περισσότερο. Θέλει και αυτογνωσία για να βρεις την αντανάκλαση σου μέσα της. Και τέλος θέλει πολύ χρόνο για να την επεξεργαστείς στο μυαλό σου.

By Μαρία Πολυχρονιάδου

Διάβασε επίσης!

Ψήφισε το καλύτερο άρθρο για το μήνα...