Τα σχέδια για απόψε είναι λίγο διαφορετικά. Κάτι για ρεμπετάδικο πρότεινε η παρέα. Εντάξει, για κρασάκι ήταν η βασική συμφωνία… Αλλά λίγη ζωντανή μουσική μάλλον θα κάνει την έξοδο πιο ενδιαφέρουσα. Είναι περίπου 9 όταν συναντιέστε. Μπαίνετε στο μαγαζί, διαλέγετε τραπέζι με θέα τη σκηνή, παραγγέλνετε τον πρώτο γύρο. Η ώρα περνάει, ξεκινάτε συζητήσεις για σοβαρά (ή όχι) και φιλοσοφικά ζητήματα. Στα κλεφτά (μην νομίζουν και ότι δεν τους προσέχεις!) παρατηρείς τριγύρω… Όντως, σκέφτεσαι, μοιάζει με κάθε άλλη ταβέρνα. Τι ώρα να πήγε; Ίσως 9 μισή…10 παρά; Τις σκέψεις σου διακόπτει ο φωτισμός που σταδιακά χαμηλώνει. Οι συζητήσεις των ανθρώπων αυθόρμητα ακολουθούν. Οι καλλιτέχνες έχουν ανέβει στη σκηνή και ούτε που το είχες προσέξει. Τον χώρο κατακλύζουν μελωδίες που μοιάζουν γνώριμες και ακολουθούν στίχοι εξίσου οικείοι.
-
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…
- Και κάπως έτσι, κάνεις ένα νοητό ταξίδι που ξεκινάει από τον σοινικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου. Εκεί, στις 10 Μαϊου του 1905 και από οικογένεια καθολικών (γεγονός που του προσέδωσε το παρατσούκλι “Φράγκος”), γεννήθηκε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ήταν ο πρωτότοκος από μία οικογένεια έξι παιδιών, η οποία μάλιστα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Επομένως, προτού καλά – καλά προλάβει να ξεκινήσει το σχολείο, αναγκάστηκε να διακόψει για να εργαστεί. Ξεκινώντας να εργάζεται με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο, συνέχισε εξασκώντας πολλές εργασίες όπως λούστρος, εφημεριδοπώλης, χασάπης και οπωροπώλης. Ωστόσο, η μουσική εξ’αρχής υπήρχε σαν ερέθισμα γι αυτόν καθώς ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα (γκάιντα). Ο ίδιος μάλιστα από μικρή ηλικία τον συνόδευε σε πανηγύρια στο νησί παίζοντας τουμπί (είδος νησιώτικου τύμπανου).
- Το ταξίδι συνεχίζεται στα Ταμπούρια, συνοικία του Πειραιά, στην οποία ο Μάρκος εγκαταστάθηκε σε εφηβική ηλικία. Εκεί εργαζόταν αρχικά ως “γαιανθρακεργάτης” και στη συνέχεια ως λιμενεργάτης και εκδορέας σφαγείων. Τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες όπου πρωτοήρθε σε επαφή με το μπουζούκι, που δεν άργησε να γίνει η μεγάλη του αγάπη.
-
Η πιο σημαντική στιγμή της ζωής του ήταν όταν είδε τον φημισμένο Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι. Τον κοίταξε, άκουσε τον ήχο και μετά από λίγο είπε: «Να μου κοπούν τα χέρια εάν δεν μάθω να παίζω μπουζούκι»…
-
Και έτσι έγινε…
- Μέσα σε λίγους μονάχα μήνες, έχοντας έμφυτο ταλέντο, κατάφερε να ξεκλειδώσει μυστικά του οργάνου που κανένας πριν δεν είχε καταφέρει. Πόσο μάλλον σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό ήταν το έναυσμα για να γίνει σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά και να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλούς ακόμα.
- Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και μετά την απόλυση του άρχισε να γράφει τα πρώτα το τραγούδια. Παρά το ότι μέχρι το 1933 είχε ήδη συνθέσει πάνω από 50 τραγούδια, δεν είχε ηχογραφήσει ούτε ένα. Αμφέβαλλε για τη φωνή του και μόνο μετά από πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη (εξίσου σημαντικός συνθέτης του ρεμπέτικου), γραμμοφώνησε τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα. Οι επιφυλάξεις του δεν άργησαν να υποχωρήσουν, καθώς η επιτυχία της ηχογράφησης σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Με το παράδειγμα του Μάρκου λοιπόν, εκείνη την εποχή ξεκίνησαν ηχογραφήσεις λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκι πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες του ρεμπέτικου.
Μια πολυτάραχη καριέρα
- Η μουσική σταδιοδρομία του Μάρκου Βαμβακάρη συνεχίστηκε συναντώντας στην πορεία μεγάλες επιτυχίες, αλλά και ατυχίες. Ένα πρωτότυπο για την εποχή μουσικό σχήμα με φίλους του, περιοδείες σε διάφορες πόλεις, δίσκοι με συνθέσεις του πού έγιναν ανάρπαστοι, εμφανίσεις σε σκηνές που πλαισίωναν το ρεμπέτικο αλλά και σε πρωτοποριακούς χώρους… Είναι μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα της καριέρας του.
- Υπήρξαν όμως και ατυχίες, όπως μια ασθένεια που τον απομάκρυνε από την λαϊκή σκηνή. Ακόμα και με το πέρας της ο Μάρκος δεν μπόρεσε να επιστρέψει καθώς θεωρούνταν “ξεπερασμένος”. Κατάφερε να ανακάμψει μόνο όταν, με πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφόρησαν παλιά και καινούρια κομμάτια του Βαμβακάρη τραγουδισμένα από τον ίδιο και άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής- όπως οι Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Γκρέυ – γεγονός που του προσέδωσε μεγαλύτερη αναγνώριση.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1975 ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία κατέχοντας πλέον την θέση του “Πατριάρχη” του ρεμπέτικου. Η τεράστια παρακαταθήκη που άφησε πίσω του έβαλε το ρεμπέτικο στα σπίτια αλλά και στις καρδιές πολλών, από την εποχή του έως και σήμερα. -
Η Φραγκοσυριανή
Το γνωστότερο ίσως κομμάτι του, με το οποίο ξεκίνησε και αυτό το πέρασμα που έκανες στην ιστορία του συνθέτη. Θα αναρωτιέσαι ίσως να μάθεις την ιστορία του; Ο ίδιος μας ταξιδεύει πίσω σε κάποιο παραλιακό ταβερνάκι της Σύρου, σαν τελευταίο σταθμό πριν γυρίσουμε στο παρόν, και μας αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού του:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
- Μία φούντωση, μια φλόγα
- έχω μέσα στην καρδιά
- Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
- Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»
Και κάπως έτσι και με τους ίδιους στίχους η αναδρομή αυτή φτάνει στο τέλος της. Εσύ επιστρέφεις στην έξοδο με τους φίλους σου, απολαμβάνοντας ωστόσο τη βραδιά με διαφορετικό τρόπο.
Και αν ακόμη ούτε άκουγες ρεμπέτικα, αλλά ούτε τώρα σκοπεύεις να ακούσεις, πάλι σου μένει κάτι. Μια μικρή νοσταλγία από το σύντομο νοητικό ταξίδι, αλλά και μια σιγουριά. Σιγουριά για το ότι όταν κανείς βρίσκει αυτό που αγαπάει και του ταιριάζει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πετύχει σε αυτό..