Και τώρα που σου τράβηξα την προσοχή με τίτλο πιασαρικο, συναισθηματικό κι εν μέρει ειλικρινή, ήρθε η ώρα να σε ξενερώσω. Η ατάκα είναι από ταινία του 98 σε σκηνοθεσία του Σταύρου Τσιωλη και με πρωταγωνιστές τον Μπουλά, τον Ζουγανέλη και τον Μπακιρτζή (οκ τον τελευταίο λίγο δύσκολο να τον ξέρεις, εκτός κι αν άκουγες «χειμερινούς κολυμβητές». Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, σήκω από κρεβάτια, καναπέδες, ψαροκασέλες κλπ. κι έλα να με παντρευτείς)
Για να σε ξενερώσω κι άλλο θα σου πω ότι η ταινία λέγεται «Ας περιμένουν οι γυναίκες» κι είναι ουσιαστικά μια κοινωνικοπολιτική σάτιρα της πιο ευτυχισμένης δεκαετίας της χώρας. Της δεκαετίας του ’90. Αλλα εμπιστεύσου με, αν την δεις μόνο ξενερωμα δε θα νιώσεις.
Ο Πάνος κι ο Μιχάλης δυο μπατζανάκηδες, μικροβιοτέχνες από τη Θεσσαλονίκη ξεκινούν κάπου στα μέσα του Ιούλη να βρουν τις γυναίκες τους που είναι ήδη στη Θάσο με τις οικογένειες τους για παραθέριση. Κάπου στη διαδρομή ο Πάνος γνωρίζει μια νέα κοπέλα που τους ζητά οδηγίες για το πώς θα βρει τη λίμνη Βόλβη. Ο Πάνος την ερωτεύεται παράφορα, τρελαίνεται κι επιχειρεί να αυτοκτονήσει (!) . Ο Μιχάλης καλεί για βοήθεια τον τρίτο μπατζανάκη , τον Αντώνη, που πολιτεύεται με το ΠΑΣΟΚ. Όμως στην πορεία προκύπτουν κι αλλα ειδύλλια (φανταστικά ή πραγματικά) που καθυστερούν κι άλλο το ταξίδι των τριών πρωταγωνιστών, κι οι γυναίκες τους ακόμα περιμένουν στη Θάσο.
Κι αν η πλοκή σου μοιάζει αρκετά απλή κι αναμενομένη κάπου εδώ πρέπει να σου πω ότι όντως είναι. Όμως η ταινία δεν ασχολείται τόσο με τον τρόπο που εκφράζεται, όσο με αυτά που εκφράζει. Στηλιτεύει τις αυτονόητες συμπεριφορές του μέσου νεοέλληνα στη δεκαετία του ενενήντα. Την εξάρτηση του από το lifestyle, την πολλές φορές αστεία προσήλωση του στο δικομματισμό, τον φανατισμό του για το ποδόσφαιρο και την ιδεολογία του ρουσφετιού. Έτσι λοιπόν, εξηγεί με έναν αστείο αλλά και αληθινό τρόπο πως φτάσαμε από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης , στην Ελλάδα της κρίσης. Και να φανταστείς ότι αυτό το τελευταίο δεν το ήξερε καν ο ίδιος ο σκηνοθέτης ότι θα το κάνει. Δεν ήξερε την κρίση τότε. Απλώς βλέποντας την τώρα καταλαβαίνεις πολλά. Ξέρεις είναι σπάνιο να εμπλουτίζονται τα νοήματα μιας ταινίας με το πέρασμα των χρόνων…
Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει το «ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι τα σουρεαλιστικά σκηνικά που λαμβάνουν χώρα και οι βιτριολικές ατάκες. Ναι, μια από αυτές είναι και το «διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε» . Μια ατάκα που σε συνδυασμό με την ταινία σαρκάζει την ψευτοσυντηρητική κοινωνία που δεν συγχωράει τον έρωτα ενώ παράλληλα χαριεντίζεται με φωτομοντέλα στα εξώφυλλα. Ενώ υπάρχουν κι άλλες ατάκες που σαρκάζουν την ψυχανάλυση («μην ανησυχείτε για το συγγενή σας, παρουσιάζει μια απλή διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων») και ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι η πολιτική της δεκαετίας εκείνης ήταν ένα τουρλού από συναισθηματισμούς («ψήφισε η μάνα μου Νέα Δημοκρατία») , ιστορικές κληρονομιές (« ο πατέρας μου ήταν δημοκράτης από την παπαδίτσα») και συμπεράσματα που δεν βασίζονται σε ουσιαστικά επιχειρήματα («τώρα που ακούσαμε την ιστορία του μπαμπά σας θα ψηφίζουμε όλες ΠΑΣΟΚ, έτσι Αρχοντουλα;»)
Στην ταινία αυτή υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αναγνωρίσεις τους γονείς σου, τους θείους σου ίσως εν μέρει κι εσένα. Και κυρίως να αναγνωρίσεις την ελληνική κοινωνία μέσα στην οποία ζεις. Μια κοινωνία που συνδυάζει το σουρεαλισμό με το ρεαλισμό, το γέλιο και το κλάμα, την ειλικρίνεια και το κουτοπόνηρο ψέμα, την ντομπροσύνη και τη μαγκιά , τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους που πολλές φορές αδυνατείς να τα διαχωρίσεις. Κι εν τέλει θα σου μάθει που μεγάλωσες, ποιος είσαι και ίσως και τι θα μπορούσες να αλλάξεις ή να κρατήσεις ίδιο…
Να την δεις με καλή και συνειδητοποιημένη παρέα, είναι μάλιστα από αυτές που μπορείς να δεις και με μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας χωρίς να ντραπείς για αμήχανες σκηνές κι ατάκες…