Ήμουν κοντά στα 16 ,όταν είχε πρωτοβγεί ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου. Λίγο ο ντόρος που είχε γίνει λόγω υποψηφιότητας στις Κάννες, λίγο η σοκαριστική υπόθεση κι αισθητική της ταινίας ,και λίγο το νέο αίμα τόσο από ηθοποιούς όσο και από σκηνοθέτη, με είχαν ωθήσει στο να βρω και να δω την ταινία (ναι εντάξει την κατέβασα προφανώς παράνομα, συγνώμη Λάνθιμε). Ίσως να έφταιγε η μικρή μου ηλικία, ίσως και το ότι τότε δεν έβλεπα ταινίες (διάβαζα τότε ακόμα). Ίσως και το θέμα της που ήταν κάτι ανάμεσα στην παθογένεια και υπερπροστατευτικότητα της ελληνικής οικογένειας, τη ζωή μέσα σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που όμως το θεωρείς φυσιολογικό και στο επίμονο και απελευθερωτικό τελικά «make it happen» (αναφέρομαι στη σκηνή που βγάζει τον κυνόδοντα με την τανάλια αφού ο κυνόδοντας δεν πέφτει ποτέ) , με έκαναν αρχικά να φοβηθώ και έπειτα να βγάλω τελείως από το μυαλό μου οποιοδήποτε ερέθισμα μου έδωσε η ταινία, είτε γιατί είδα πράγματα που με τρόμαζε η ανάλυση τους, είτε γιατί δεν ήμουν ικανή να τα αναλύσω.
Έτσι στο μυαλό μου ο Λάνθιμος έμεινε ως ένας πολλά υποσχόμενος αλλά και πολύ «βαρύς» σκηνοθέτης του οποίου τα μηνύματα δεν ήθελα και δεν είχα χρόνο να επεξεργαστώ (είχα να επεξεργαστώ και κάτι ασκήσεις φυσικής εκείνη την περίοδο που φαινόντουσαν πιο δύσκολες).
Τρία χρόνια μετά, στο πρώτο έτος, αποφάσισα να επιχειρήσω να δω τις «Άλπεις», ίδιος σκηνοθέτης, σχεδόν ίδιοι ηθοποιοί, λιγότερες δάφνες και λιγότερος ντόρος. Κι απογοητεύτηκα, Κι όχι τώρα δεν έφταιγε το άψητο μυαλό (που ναι άψητο ήταν) ,ούτε η αδυναμία μου να επεξεργαστώ τα ερεθίσματα. Έφταιγαν τα ίδια τα ερεθίσματα που ήταν λειψά, η φτωχή αισθητική και η προσπάθεια δημιουργίας ενός άλλου κυνόδοντα, χωρίς όμως το ανάλογο σενάριο να το υποστηρίζει.
Και φτάνω τώρα στο τέταρτο έτος, εδώ λίγο πριν κλείσω το ένα τέταρτο αιώνα ζωής και λέω να δω τον « Αστακό ». Σε σκηνοθεσία και πάλι Γιώργου Λάνθιμου, ξενόγλωσση και με πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φάρελ. Όλα φαίνονται αρκούντως ευνοϊκά, τόσο τα της ταινίας όσο και τα μυαλά μου (όσο να πεις στο τελευταίο έτος, έχω αποφασίσει να σοβαρευτώ, έχω αρχίσει να επεξεργάζομαι εκτός από κουμαρίνες και βενζοδιαζεπίνες, ερεθίσματα από το κοινωνικό περιβάλλον κι άλλα πολλά τραγικά εντυπωσιακά).
Σε μια μελλοντική κοινωνία, όποιος ζει μόνος μεταφέρεται σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο, όπου εντός 45 ημερών πρέπει να βρει το ταίρι του. Αν αποτύχει, μετατρέπεται σε ζώο της επιλογής του και ελευθερώνεται στο δάσος, το οποίο όμως κρύβει κι αυτό τα δικά του επικίνδυνα μυστικά. Τι μυστικά; Στο δάσος ζουν οι μοναχικοί, οι ας το πούμε, αντάρτες αυτής της περίεργης κι άρρωστης κοινωνίας ,που τους θέλει όλους και όλες σε ζευγάρια. Οι μοναχικοί επιτρέπουν μόνο τις φιλικές διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ τους, όποιος φλερτάρει, ερωτεύεται ή εκδηλώνει έστω και λίγο ερωτικό ενδιαφέρον, τιμωρείται είτε με τύφλωση, είτε κόβοντας του τα χείλια, είτε ακόμα σκοτώνοντας τον. Οι μοναχικοί ακούν ηλεκτρονική μουσική από ακουστικά και χορεύουν στα αυτοσχέδια πάρτι μόνοι τους. Από την άλλη ,οι ένοικοι του ξενοδοχείου καθημερινά υποβάλλονται σε διάφορες δοκιμασίες και μαθήματα ώστε να κατανοήσουν πλήρως ,πως το να έχεις το άλλο σου μισό, σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο από το να είσαι μόνος. Αν θες να παραμείνεις μόνος, θα πρέπει στα συχνά τριπ ,που διοργανώνει το ξενοδοχείο στο δάσος να σκοτώσεις όσους περισσοτέρους μοναχικούς μπορείς. Ένας νεκρός συν μια μέρα προθεσμία. Στην πόλη οι ήδη δεσμευμένοι ελέγχονται τακτικά μέσα από ηλεκτρονικά συστήματα και ταυτότητες.
Ο πρωταγωνιστής ,πρόσφατα χωρισμένος από τη γυναικά του καταφθάνει στο ξενοδοχείο ,όπου έχει 45 μέρες προθεσμία να βρει καινούριο ταίρι αλλιώς θα μετατραπεί σε αστακό, όπως επιλεγεί ο ίδιος. Συνοδεύεται από τον αδερφό του, παλιό ένοικο του ξενοδοχείου που δεν τα κατάφερε και πλέον είναι ένα ήσυχο σκυλί. Οι γύρω του προσπαθούν ,όπως αυτός, να βρουν το άλλο τους μισό. Όμως ,φαίνεται, πως δεν το ψάχνουν από ανάγκη να ερωτευτούν και να αγαπήσουν, αλλά από ανάγκη να επιβιώσουν, να μην μετατραπούν σε ζώα. Η κοινωνία δεν έχει χώρο για μοναχικούς. Και κάπου εδώ υποψιάστηκα τον πρώτο παραλληλισμό με την irl κοινωνία. Ανάγκη για δέσμευση, φόβος μήπως μείνεις μόνος, δέσμευση για επιβίωση. Στην ταινία η επιβίωση δεν έχει να κάνει με οικονομικούς ορούς, όμως στην πραγματική ζωή πόσους ξέρετε που όντως παντρεύονται ή δεσμεύονται για να τα φέρουν βόλτα, να μπαίνουν δυο μισθοί στο σπίτι, να ξεφύγουν από τη φτώχεια, να μην καταλήξουν σαν ζώα; Και κάτι ακόμα. Από τα πολύ παλιά χρόνια ,μέχρι ακόμα και σήμερα ,πόσες ιστορίες έχετε ακούσει για γεροντοκόρες, γεροντοπαλίκαρα που θεωρούνται καημένοι και παρατημένοι από τη ζωή, ιστορίες για μοναχικούς που τους βρήκαν μετά από μέρες σε προχωρημένη σήψη, ιστορίες για κακότροπους ανύπαντρους κι ανύπαντρες; Πολλές φορές, μάλιστα, αυτοί μπορεί να είναι επιστήμονες, ερευνητές ή καλλιτέχνες και κάπου εδώ στριφογυρίζει η ρήση της γιαγιάς σας «και τι μ ’αυτό, μήπως τα βιβλία του/της μπόρεσαν να τον γιατροπορέψουν, μόνος μέσα στη δυστυχία πέθανε, άσε τα πειράματα και βρες καμία καλή κοπέλα…» Δοσμένο λοιπόν μέσα από μια γκροτέσκα υπερβολή ένα πραγματικό κοινωνικό χαρακτηριστικό, δέσμευση από ανάγκη, από το φόβο της κατακραυγής.
Ο πρωταγωνιστής αποκτά κι έναν φίλο εκεί ,που επειδή είναι κουτσός ,ψάχνει να βρει μια γυναικά κουτσή. Κι όταν βρίσκει κάποια διαθέσιμη ,επειδή αυτή δεν είναι κουτσή, αρχίζει να υποδύεται πως ματώνει η μύτη του για να την τραβήξει, αφού έχει αυτή συχνές ρινορραγίες. Και πάλι παρομοίωση. Όπως αυτό που προσπαθείς οπωσδήποτε να βρεις απόλυτα κοινά με τον άλλον ,ώστε να ταιριάξεις, ή που δημιουργείς εκεί που δεν υπάρχουν ομοιότητες ή ακόμα χειρότερα,αλλάζεις όλη την προσωπικότητα σου για να μπεις στη σφαίρα κάποιου, έτσι κι εδώ.
Και μετά από αρκετά περιστατικά που και πάλι μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα για την πραγματική ζωή, ο πρωταγωνιστής καταλήγει να το σκάει στο δάσος. Εκεί όμως, χωρίς πίεση, όντως γνωρίζει αυτήν που θεωρεί το άλλο του μισό. Όμως, εκεί υπάρχει αυτό που λέμε αντίστροφος ρατσισμός. Απαγορεύεται να ερωτευτείς, ισχυρές κυρώσεις σε περιμένουν ,αν το κάνεις. Δεν πρέπει να είσαι σαν αυτούς που μισούμε. Τους μισούμε μεν για τον ολοκληρωτισμό τους, αλλά έχουμε κι εμείς το δικό μας πιεστικό καθεστώς. Συμπέρασμα που έχει τόσο συναισθηματικές όσο και κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις.
Δε θα συνεχίσω με την υπόλοιπη πλοκή ,γιατί όντως θα κάνω άσχημο spoil(και είμαι πάρα πολύ καλή σ’αυτό). Να πάτε να την αγοράσετε και να την δείτε την ταινία. Ναι, να την αγοράσετε, να μην την κατεβάσετε, είναι πολύ καλή δουλειά ,για να την κλέψεις έτσι. Να έχετε φάει καλά και να έχετε πολύ γερό στομάχι ,πριν τη δείτε. Και το πιο βασικό να έχετε γερά νεύρα, να αντέξετε να δείτε τους εαυτούς μας/σας στην ταινία …
By Μαρία Πολυχρονιάδου