“Βγήκε κάποτε ένα κλουβί και έψαχνε για πουλιά”-Η Δίκη του Φραντς Κάφκα

Μαρία Μανουσαρίδη

Μαρία Μανουσαρίδη

"Η υπηρεσία μας, όσο αφορά τουλάχιστον τις κατώτερες βαθμίδες της που μπορώ να ξέρω πώς λειτουργούν, δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή, και μόνο τότε στέλνει εμάς, τους φύλακες."

Αυτές ήταν ίσως οι πιο κατατοπιστικές πληροφορίες που έλαβε ο Γιόζεφ Κ. όταν δύο φύλακες μπήκαν ένα πρωί στο δωμάτιο του για να τον συλλάβουν. Η ίδια η κατηγορία τούς ήταν άγνωστη και οι απαντήσεις θα έπρεπε να αναζητηθούν στα ανώτερα επίπεδα της ιεραρχίας. Που λογοδοτούσαν αυτοί οι φύλακες; Τι εξουσία κατείχε αυτή η θρασύτατη δικαστική επιχείρηση που τολμούσε να διασύρει έναν αξιοσέβαστο τμηματάρχη τράπεζας;

Ο Κ. ήταν άνθρωπος των εντυπώσεων. Ήταν ιδιαίτερα περήφανος για την τιμητική θέση που είχε στην τράπεζα και ένιωθε σίγουρος για τα προσόντα του, παρά τις περιστασιακές συγκρούσεις με τον Υποδιευθυντή. Η επιπολαιότητα του, και σε ορισμένες περιπτώσεις η ματαιοδοξία του, δεν τον αφήνουν να δείξει ενδιαφέρον για την κατηγορία που φαινόταν να εκκρεμεί εναντίον του. Άλλωστε, όπως του εξήγησαν οι φύλακες, παρόλο που τον συνέλαβαν, μπορούσε να εκπληρώνει κανονικά τα καθήκοντα του. Και το σημαντικότερο… ήταν αθώος.

Αυτό που θα τον ωθήσει τελικά να αναζητήσει βοήθεια σε αυτήν την παράλογη Δίκη, είναι το γεγονός ότι η υπόληψη του έχει αρχίσει να απειλείται. Όλοι έμαθαν σύντομα για την υπόθεσή του σε αυτό το Δικαστήριο που δεν προορίζεται για κανονικές δίκες, οι συγγενείς του ανησύχησαν και οι επιδόσεις του στην τράπεζα επιδεινώνονταν δραματικά.

Η αρχική περιφρόνηση του Κ. προς τους δικαστικούς υπαλλήλους, ακόμα και τους άλλους κατήγορους, που φαίνονταν να τον περικυκλώνουν, σύντομα μετατράπηκε σε βαθιά ανησυχία. Το Δικαστήριο φαίνεται να λειτουργεί με ανεξάρτητη ιεραρχία, χωρίς οργάνωση και με απόλυτη μυστικότητα. Οι κατηγορούμενοι, όπως επίσης οι υπάλληλοι και οι ανακριτές, δεν γνωρίζουν την κατηγορία. Οι δικηγόροι δεν μπορούν να παρευρίσκονται στις ανακρίσεις και αρκούνται σε αυτά που μεταφέρει ο πελάτης τους, ενώ είναι υποχρεωμένοι να ντύνονται άκομψα, ώστε να θυμίζουν στους κατηγορούμενους την ματαιότητα της συμβολής τους.

Η υπόθεση επαφίεται στις εντυπώσεις των ανακριτών και συνεπώς τις δημόσιες σχέσεις των δικηγόρων με τους υπαλλήλους. Οι υποθέσεις συχνά φεύγουν από τα κατώτερα στρώματα σε χέρια ανώτερων, ενώ η κορυφή της ιεραρχίας από την οποία προκύπτει η απόφαση, είναι παντελώς απρόσιτη. Ο Κ. σύντομα μαθαίνει ότι κανένας κατηγορούμενος δεν έχει αθωωθεί, υποχρεωμένοι να υπομένουν την διαδικασία όλη τους την ζωή. Η μοίρα των καταδικασθέντων είναι άγνωστη σε όλους.

https://www.google.gr/url?sa=i&url=https%3A%2F%2Fwww.iefimerida.gr%2Ftag%2Ffrants-kafka&psig=AOvVaw3hTS1kvOAQ8xYLPfOxdePw&ust=1619447496320000&source=images&cd=vfe&ved=0CAIQjRxqFwoTCJCFqMjOmfACFQAAAAAdAAAAABAK

Ο σκοτεινός και σουρεαλιστικός τρόπος γραφής του Κάφκα μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα με μία αναδρομή στην πορεία της ζωής του. Γεννήθηκε στην Πράγα το 1883, με την ελπίδα του πατέρα του να γίνει άξιος διάδοχος του. Ο πατέρας του ήταν ένας επιβλητικός άντρας που κατόρθωσε να ανέλθει από την εργατική τάξη σε έναν πετυχημένο επιχειρηματία της μεσαίας τάξης. Δυστυχώς, ο αγχώδης και φιλάσθενος γιός του δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες του και αναγκάστηκε να υπομένει το βάρος του επικριτικού βλέμματος του πατέρα του. Αποδοκίμαζε τις συγγραφικές απόπειρες του Κάφκα και τον ώθησε στην νομική σχολή. Αφού την ολοκλήρωσε, άρχισε να εργάζεται σε ένα δικηγορικό γραφείο και αργότερα σε μια ασφαλιστική εταιρία υπομένοντας μεγάλο φόρτο εργασίας και απλήρωτες υπερωρίες. Παράλληλα συνέχισε να γράφει, αφήνοντας συχνά ανολοκλήρωτα τα έργα του μη θεωρώντας τα αξιόλογα. Τα έργα που δημοσίευσε με προτροπή του φίλου του Μαξ Μπροντ δεν γνώρισαν επιτυχία. Πέθανε στα 41 του χρόνια, χωρίς να γνωρίσει ποτέ τις προοπτικές του, και ζήτησε από τον Μπροντ, στη διαθήκη του, να κάψει ό,τι είχε γραφεί από το χέρι του.

Αγαπημένε μου Μαξ, η τελευταία μου παράκληση, θέλω όλα τα γράμματα που αφήνω πίσω μου, ημερολόγια, χειρόγραφα, σχεδιαγράμματα κλπ. να καούν όλα χωρίς να διαβαστούν. Αν κάποιος έχει γράμματά μου που δεν θέλει να σου τα δώσει, ας αναλάβει τουλάχιστον την υποχρέωση να τα κάψει ο ίδιος.

https://www.google.gr/imgres?imgurl=https%3A%2F%2Fichef.bbci.co.uk%2Fimages%2Fic%2F640x360%2Fp01gmv6z.jpg&imgrefurl=https%3A%2F%2Fwww.bbc.co.uk%2Fprogrammes%2Fb0084kd8&tbnid=5JN_KJXCkeqekM&vet=12ahUKEwi_x-mk1pnwAhUK44UKHR4BA24QMygqegUIARDTAQ..i&docid=S1ug2YKwmV_xbM&w=640&h=360&q=guilt&hl=el&ved=2ahUKEwi_x-mk1pnwAhUK44UKHR4BA24QMygqegUIARDTAQ

Μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε γιατί ο Κάφκα στα έργα του εστιάζει σε περίπλοκα ζητήματα που καταναλώνουν όλη την ενέργεια των πρωταγωνιστών, απορροφώντας κάθε αίσθηση ατομικότητας και στρέφοντάς τους σε έναν ατέρμονο λαβύρινθο καθημερινών προβλημάτων. Δεν είναι τυχαία η ενασχόληση των ηρώων του με γραφειοκρατικές διαδικασίες που καθιστούν τα άτομα γρανάζια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην Μεταμόρφωση, ο Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνάει μια μέρα και ανακαλύπτει ότι έχει μεταμορφωθεί σε έντομο. Το βασικό του μέλημα είναι να βρει τον τρόπο να συνεχίσει να ικανοποιεί το αφεντικό του και να υπηρετεί την οικογένειά του. Όπως και στην περίπτωση του Κ., επικρατεί ο φόβος ότι η απομάκρυνση από τις κοινές υποθέσεις θα τους κάνει άχρηστους. Η επιτυχία και στις δύο ιστορίες είναι αδύνατη, ταυτόχρονα όμως στερείται και ουσιαστικού νοήματος.

Η σύγκρουση που παρουσιάζει ο Κάφκα ανάμεσα στην αναζήτηση λογικής στον κόσμο και στις παράλογες διακυμάνσεις των συνθηκών, στιγμάτισε την λογοτεχνία με το λεγόμενο kafkaesque. Το ρεύμα που ανέδειξε ο Κάφκα περιστρέφεται γύρω από το καπιταλιστικό, γραφειοκρατικό σύστημα και προπάντων στην αντίδραση του ατόμου σε αυτό, που τον φυλακίζει στην εκπλήρωση επιφανειακών στόχων. Στην Δίκη, η τρομερά περίπλοκη γραφειοκρατία του Δικαστηρίου επανδρώνεται από υπαλλήλους οι οποίοι δεν έχουν καμία επιρροή ή γνώση σχετικά με το πώς αυτή λειτουργεί. Φαίνεται να είναι ένα νοητό κατασκεύασμα σχεδόν, ένας τρόπος ζωής που θυμίζει την σημερινή τεχνοκρατική και κατασταλτική κοινωνία, τους κανόνες της οποίας δεν κατανοούμε πλήρως. 

Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε, ότι το kafkaesque πραγματεύεται τις λεπτές γραμμές ανάμεσα στον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Ο επουσιώδης φαύλος κύκλος στον οποίο επιδιδόμαστε, και η αναζήτηση της καταξίωσης, μολονότι φαντάζουν επιφανειακά, εξυπηρετούν τον ίδιο τον υπαρξισμό. Έτσι, ο Κάφκα συνδέει τον παραλογισμό της αστικής κοινωνίας με το άγχος του θανάτου. Το άγχος, οι έωλες ενοχές, τα βασανιστικά ερωτήματα και το νόημα της ύπαρξης που δεν μπορούν να επιλυθούν και ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση, συναντούν τελικά τον μηδενισμό. Η αναζήτηση της ύπαρξης που υπερβαίνει το θνητό ποδοβολητό βαραίνει τους ανθρώπους με μια αναπόδραστη αίσθηση ματαιότητας που φανερώνει τη συναισθηματική κατάσταση του ίδιου του Κάφκα.

Κι όμως, οι ήρωες του Κάφκα συνεχίζουν να προσπαθούν. Είτε γιατί είμαστε φυλακισμένοι στην ασφαλιστική δικλείδα του φαίνεσθαι που απορροφά την προσοχή μας, είτε γιατί ο Κάφκα μας προτρέπει να δεχτούμε τον παραλογισμό της ζωής και να διαμορφώσουμε την εκδοχή που επιθυμούμε.

Πώς; Ένας μεγάλος άνθρωπος; Εγώ βλέπω πάντα μόνο τον ηθοποιό του ίδιου του τού ιδεώδους.

-Νίτσε

(Με μάτια που έσβηναν, ο Κ. πρόλαβε να δει τα πρόσωπα των δύο κυρίων, που σκυμμένοι κοντά στο πρόσωπό του, με τα μάγουλά τους κολλητά, παρακολουθούσαν την εκτέλεση της απόφασης.

Σαν το σκυλί! Είπε- λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά τον θάνατό του.)

Διάβασε επίσης!

Ψήφισε το καλύτερο άρθρο για το μήνα...