Το μήνυμα εστάλη, ελήφθη, διαβάστηκε αλλά δεν απαντήθηκε. Η επιδημία του “διαβάστηκε” επεκτείνεται όλο και περισσότερο στις μέρες μας. Αν ανήκεις στη γενιά των 90’s θα θυμάσαι εκείνες τις αθώες εποχές του msn που μπορεί να απαντούσες και σε 2 μέρες και να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα.
Όλα αυτά, μέχρι που ήρθε στη ζωή μας το «Διαβάστηκε» με το εικονίδιο του-ης Χ κάτω από το μήνυμά μας, ή με το double purple check στο Viber. Ας είμαστε ειλικρινείς. Σε όλους μας έχει συμβεί έστω και μια φορά να πάθουμε παράκρουση με το ότι δεν απαντήθηκε ενώ… «Διαβάστηκε». Και εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα ότι αν θέλουμε κάνουμε χρόνο για να απαντήσουμε. Άρα προφανώς όταν δεν συμβαίνει αυτό, είναι γιατί ο αποστολέας του μηνύματος δεν μας απασχολεί και ιδιαίτερα ή καθόλου. Και μη γελιόμαστε όλοι μας και έχουμε αφήσει και έχουμε μείνει στο “διαβάστηκε” κατά καιρούς δικαιολογημένα ή μη.
Η αποστολή του μηνύματος
Είναι η στιγμή που βρίσκεις το θάρρος και στέλνεις, κι ενώ περιμένεις μετά το «διαβάστηκε» τις γνωστές τελίτσες που σηματοδοτούν ότι έρχεται η πολυπόθητη απάντηση, η καρδιά σου βαράει δυνατά κι εσύ κάνεις ήδη με το μυαλό σου φανταστικούς διαλόγους δίνοντας πανέξυπνες απαντήσεις και ατακάρες που θα οδηγήσουν τουλάχιστον σε πρόσκληση σε ραντεβού από το αντικείμενο του πόθου σου. Αν τύχει και οι παλαιότερες γενιές μάθουν ότι έχουμε αναγάγει σε επιστήμη το όλο παιχνίδι με τα social media και πόσο δύσκολο έχει γίνει να βγεις ένα απλό ραντεβού δε θα το πιστεύουν. Πράγματι όμως η τόση ευκολία του να γνωρίσεις κάποιον και αν δε σου κάνει να πας κατευθείαν στον επόμενο, έχει φέρει ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα κάνοντας μας όλους πιο νωθρούς στο παιχνίδι της διεκδίκησης.
Το στάδιο του “διαβάστηκε”

Το καλύτερο σενάριο όταν στέλνεις το μήνυμα είναι να λάβεις και απάντηση. Αν όμως είχες λάβει δε θα υπήρχε ο λόγος ύπαρξης αυτού του άρθρου. Αφού λοιπόν έχεις πατήσει το send περιμένεις καρτερικά την απάντηση. Περνάν κάποια λεπτά. Λες εντάξει δεν είναι και πάνω από το κινητό συνέχεια. Περνάει η πρώτη ώρα, σκέφτεσαι πως θα έχει κάποια δουλειά και θα απαντήσει αργότερα. Μετά όμως βλέπεις να περνάει και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη ώρα και αυτός/αυτή τίποτα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση ενώ βλέπεις να είναι ενεργός.
Αρχίζουν και σε ζώνουν τα φίδια, έχεις εκνευριστεί, προσπαθείς να επικρατήσει η λογική και η ψυχραιμία αλλά μάταια. Λες δεν μπορεί θα το διαβάσει και θα απαντήσει. Και φτάνεις να σου αρκεί αυτό, έστω και αν γίνει την επόμενη μέρα. Τσεκάρεις και ξανά-τσεκάρεις τη συνομιλία μήπως έχει κολλήσει και παρακολουθείς ανά πόση ώρα ήταν ενεργός. Και φτάνει εκείνη η στιγμή που βλέπεις πως το μήνυμα διαβάστηκε. Ουφ! Ανακούφιση από τη μία, λες σε καλό δρόμο είμαστε. Αμ δε…
Το στάδιο του “δεν απαντήθηκε”
“Γιατί μην ξεχνάμε ότι και τον να μην παίρνεις μήνυμα είναι μήνυμα από μόνο του”
Έχοντας δει πως το μήνυμά σου διαβάστηκε περιμένεις και σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα μια απάντηση. Δίνεις μέσα σου ένα περιθώριο ωρών ενδεχομένως και ημερών αν είσαι πιο ελαστικός. Έλα όμως που ό,τι περιθώριο και να δώσεις εσύ το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: “διαβάστηκε αλλά δεν απαντήθηκε”. Εκεί νομίζω είναι το σημείο που έχεις κάθε δικαίωμα να εκνευριστείς, να αναρωτηθείς, ακόμα και να προβληματιστείς. Διερωτάσαι τι μπορεί να έφταιξε, αν συνέβη κάτι που πείραξε το συνομιλητή σου ή αν απλώς είναι αδιαφορία. Γιατί μην ξεχνάμε ότι και τον να μην παίρνεις μήνυμα είναι μήνυμα από μόνο του.
Και γιατί όλη αυτή η ταλαιπωρία; Γιατί δεν έχουμε μάθει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν δε θέλουμε να μιλήσουμε σε κάποιον, δε θέλουμε να δούμε κάποιον, δε θέλουμε να μας στέλνει μηνύματα και να μας παίρνει τηλέφωνα, αντί να του το πούμε ξεκάθαρα, επιλέγουμε να σιωπήσουμε. Αυτό μοιάζει πιο σωστό, πιο ευγενικό. Σκεφτόμαστε ότι αν του πούμε την αλήθεια κατάμουτρα μπορεί να τον πληγώσουμε και δεν το θέλουμε. Η αλήθεια μπορεί όντως να πληγώσει.
“Το να αφήνουμε, όμως, ερωτηματικά να πλανώνται, είναι χειρότερο”
Δεν είναι καθόλου αγενές το να πεις με όμορφο τρόπο σε κάποιον ότι δεν επιθυμείς να έχεις επικοινωνία μαζί του, ότι δε θες να βρεθείς μαζί του, ότι δεν ενδιαφέρεσαι. Άλλωστε με τις «μη απαντήσεις» σου αυτό ακριβώς του λες. Απλώς με πλάγιο τρόπο. Περιμένεις να πάρει μόνος του το μήνυμα, βασισμένος σε εκείνο που εσύ δεν έστειλες ποτέ. Και λυπάσαι κιόλας που αναγκάζεσαι να μην απαντάς.
“Η τεχνική των μη απαντήσεων έγινε επιστήμη. Ξεχάσαμε να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις. Βολευτήκαμε πίσω απ’ τις οθόνες.”

Γιατί έμεινες στο “διαβάστηκε”
Το αναπάντητο είναι ικανό να οδηγήσει ανθρώπους στην “τρέλα”. Ή και στην απελπισία. Αν σκεφτείς πως η δράση απαιτεί αντίδραση καταλαβαίνεις πως αν σπάσει η ακολουθία, οι φυσικοί νόμοι θα ξεσπάσουν σε συναισθηματικές μεταπτώσεις. Λογικό δεν είναι;
Την χρειαζόμαστε την ανταπόκριση. Ο αποδέκτης βέβαια, δε φαίνεται να ενδιαφέρεται πάντα για τη δική μας ανάγκη, όπως αποδεικνύει, άλλωστε, περίτρανα η επιδημία του «Διαβάστηκε», που περιλαμβάνει και πολλές υποπεριπτώσεις, όπως το αυθεντικό «Διαβάστηκε», το «Δε σε παίρνω ποτέ τηλέφωνο ενώ είχα πει πως θα το κάνω» με την παραλλαγή «Δε στέλνω ποτέ μήνυμα ενώ είχα πει πως θα το κάνω» μέχρι και το «Καταλαβαίνω πως προσπαθείς, αλλά προτιμώ να μείνω παντελώς απαθής και να το παίξω κινέζος/τρελίτσα/πάπια». Διαλέξτε και πάρτε.
“Οι γρήγορες κρίσεις είναι πάντα οι εύκολες κρίσεις”.
Επίσης, είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως σε κάθε συνθήκη ο ανθρώπινος νους δημιουργεί αυτομάτως μια αρνητική εκδοχή και εν συνεχεία χωρίς τεκμήρια την πιστεύει κιόλας, επομένως η όλη παράκρουση, νεύρα, τσαντίλα, σπάσιμο είναι λογικά. Όμως! Και εδώ το “όμως” είναι μεγάλο… Ποιο το νόημα να χαλάμε τη ζαχαρένια μας; Κυριολεκτώ.
Μπορούμε να κάνουμε χίλιες δυο εικασίες. Να έτυχε κάτι σημαντικό, ένα θέμα υγείας, μια απρόσμενη εξέλιξη στη δουλειά, να γέννησε η σκυλίτσα του, ή να πέθανε ο παππούς της, να είναι πολύ πιεσμένος ψυχολογικά και να μη ξέρει πώς να διαχειριστεί κάτι, να μας «απατά», να έχει βγει κρυφά ραντεβού, να, να, να. Γνωρίζετε καλά πως ο κατάλογος με τα συγκεκριμένα «να» δεν τελειώνει ποτέ.
Εντάξει, θα προβληματιστούμε, θα σπαστούμε, θα το σκεφτούμε, όμως εν τέλει… η αλήθεια κάποια στιγμή δε μαθαίνεται; Θέλω να πω πως αν κάποιος καταρχήν ενδιαφέρεται, θα απαντήσει. Ίσως όχι άμεσα για χ,y λόγους, αλλά θα το κάνει. Αν κάποιος θέλει να έχει το παρόν στη ζωή μας, είναι εκεί και πέρα από τα social media.
“Αν κάποιος πραγματικά έχει κάτι να πει και να κάνει, θα το πει και θα το κάνει”.
Το ζήτημα είναι εμείς. Κατά πόσο μας ενδιαφέρει να πηγαίνουμε με τα νερά και τους ρυθμούς του άλλου; Πόση ανοχή, ή κατανόηση δείχνουμε, ή μας ενδιαφέρει να δείξουμε; Κατά πόσο τελικά μας πάει να μπαίνουμε σε τριπάκια τοξικά που στην τελική δε μας αξίζουν κιόλας; Γι’ αυτό σας λέω. Ψυχραιμία και μέτρο. Η ζωή πάντα βρίσκει υπέροχους τρόπους να μας εκπλήσσει.
“Η έκπληξη βέβαια δεν έχει μια μόνο όψη”…