Είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, όπως λέει και ο σοφός λαός μας. Όμως, ταυτόχρονα, αγαπώ τις λέξεις. Πιστεύω ότι είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε να εκφραζόμαστε με τα λόγια, τις λέξεις. Κάποιες φορές όμως, σε αφήνει άναυδο. Πάντα άκουγα, και ακόμα ακούω, τους μεγαλύτερους να μιλάνε για τη ζωή με δέος αλλά και με φόβο. Με φόβο για το τι έπεται, «τί μας περιμένει». Λένε ότι δεν μπορείς να προβλέψεις τίποτα, δεν είναι τίποτα σίγουρο, τα πάντα είναι ρευστά. Γιατί; Γιατί έτσι είναι η ζωή θα σου πούνε. Και ποιος είσαι εσύ που θα την αμφισβητήσει.
Και τί είναι η ζωή;
Σύμφωνα με την επιστήμη ζωή είναι: το χαρακτηριστικό που διακρίνει τα φυσικά σώματα που διαθέτουν βιολογικές διεργασίες, όπως κυτταρική επικοινωνία και μηχανισμούς αυτοσυντήρησης, από αυτά που δεν έχουν, είτε επειδή οι λειτουργίες αυτές έχουν διακοπεί (έχουν πεθάνει), είτε επειδή δεν τις είχαν ποτέ και θεωρούνται άψυχα. Υπάρχει ποικιλία μορφών ζωής, όπως φυτά, ζώα, μύκητες και βακτήρια. Η βιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της ζωής.
Ζωή είναι…
Αυτός είναι ο ορισμός της σύμφωνα με την επιστήμη όμως, για εμάς τί είναι ζωή. Για εσένα τί είναι ζωή; Δύσκολη ερώτηση. Κάποιοι μπορεί να έχουν ήδη σκεφτεί και ίσως μπορούν να μιλάνε για ώρες για αυτό το θέμα. Άλλοι μπορεί να μείνουν ώρες με τις σκέψεις τους και ακόμα να μην καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα. Αναφέρεται ότι «υπάρχει ποικιλία μορφών ζωής» αυτό είναι το φυσικό, αυτό είναι το σωστό. Για να απαντήσω στην ερώτηση που έγινε θα χρησιμοποιήσω τα λόγια άλλων: Για τον Νίκο Καζαντζάκη ζωή είναι: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Για τον Άλμπερτ Καμύ: «Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας», ενώ για τον Thomas La Mance: «ζωή είναι αυτό που σου συμβαίνει, ενώ ψάχνεις για κάτι άλλο».

Τώρα
Σήμερα στην εποχή της εξέλιξης, της πρωτοπορίας και της ΑΙ η καθημερινότητα είναι καλύτερη. Το βιοτικό επίπεδο είναι υψηλότερο, ο άνθρωπος ζει καλύτερα και περισσότερα χρόνια κλπ κλπ. Fast forward Ελλάδα, χώρα του φωτός, εν έτει 2023, είμαστε όλοι συγκλονισμένοι. Άνθρωποι στον δρόμο συζητάνε για τον τάδε που ήταν μέσα, για τον δείνα που ήταν «τυχερός», γιατί τελικά γύρισε με ΚΤΕΛ και αν τους ρωτήσεις τί κάνουν, θα σου απαντήσουν «καλά, αν σκεφτείς αυτά που γίνονται». Έτσι, μια ολόκληρη γενιά, η γενιά που δεν έχει τίποτα να χάσει, θα φέρει μέσα της το στίγμα του «είμαι ζωνταν@ από τύχη» ή «πάμε κι όπου βγει». Και θα πρέπει να συνεχίσουμε με αυτό, γιατί είμαστε νέοι άνθρωποι, γιατί έτσι είναι η ζωή, γιατί εμείς είμαστε ανήμποροι και χωρίς καμία δυνατότητα να κάνουμε κάτι. Γιατί; Γιατί είμαστε νέοι και δεν ξέρουμε τίποτα. Μπερδεύτηκες; Και εγώ είμαι μπερδεμένη.
Το σχήμα της απουσίας
Μέσα σε όλη αυτή την παράνοια, μπερδεμένη και αρκετά επηρεασμένη θυμήθηκα τις λέξεις του Γιάννη Ρίτσου: «Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο πάντα εκεί-… Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια από τη στέρηση αλλά απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.»
Το ταξίδι της Ζωής
Ένα μήνα μετά έγραψα για το ταξίδι της Ζωής, ενός προσώπου που ελπίζει, υπάρχει ή υπήρχε και αν και δεν τη γνωρίζω θα την έχω πάντα στην καρδιά μου.
Ήταν αργά το βράδυ, πάντα τέτοιες ώρες παίρνεις μεγάλες αποφάσεις. Η Ζωή κοιτάζει μια τελευταία φορά το σπίτι στο οποίο έζησε τόσες πολλές στιγμές. Στιγμές όμορφες, άσχημες, στιγμές που την αλλάξανε για πάντα. Η απόφασή της να φύγει ήταν αναγκαία.
“Να φύγω για να σωθώ. Να φύγω για να ζήσω.”
Ανεβαίνοντας στο τρένο οι φράσεις αυτές βούιζαν στο μυαλό της συνεχώς. Φοβόταν.
“Είναι σωστή επιλογή; Θα τα καταφέρω; Μήπως να κατέβω;”
Με τις σκέψεις αυτές στο μυαλό της κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
“Μάλλον πρέπει να σταματήσω να φοβάμαι. Τα πάντα είναι ρευστά, όμως ένα είναι σίγουρο. Θέλω να ζήσω και θα ζήσω!”
Πριν κλείσει τα μάτια της για να ξεκουραστεί κοίταξε μια τελευταία φορά τον ήλιο που ανέτειλε και ήλπιζε ότι το αύριο της θα είναι τόσο φωτεινό όσο οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Μέχρι που ένα δυνατό τράνταγμα ταρακούνησε τους πάντες και δεν μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια της ξανά. Και έτσι χάθηκε όπως το φως πίσω από τα σύννεφα. Και το ταξίδι της κάπου εδώ τελειώνει.