Αυτός ήταν ο τότε γνωστός κόσμος το 1200π.Χ :
Αποτελούνταν χονδρικά από 5 μεγάλους πολιτισμούς-αυτοκρατορίες. Τον Μυκηναικό πολιτισμό στην Ελλάδα, την αυτοκρατορία των Χετταίων στη Μ.Ασία, την Ασσυριακή και τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία στη Μεσσοποταμία και το νέο βασίλειο της Αιγύπτου. Το μεγάλο παράδοξο είναι ότι εντελώς αναπάντεχα, γύρω στο 1200π.Χ όλα αυτά τα πανίσχυρα κράτη και πολιτισμοί καταστράφηκαν συθέμελα και, το κυριότερο, σχεδόν ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, όλες οι μεγάλες πόλεις της εποχής, από την Πύλο στη Μεσσηνία μέχρι τη Γάζα στην Παλαιστίνη, φαίνονται να καταστρέφονται ολοκληρωτικά. Αυτή η ραγδαία και ξαφνική κατάρρευση του πολιτισμού στη λεκάνη της ανατολικής μεσογείου είναι γνωστή στους αρχαιολόγους ως “η κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού” (Late Bronze Age Collapse) και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της παγκόσμιας ιστορίας καθώς δεν έχουμε ιδέα τι την προκάλεσε! Οι επιπτώσεις της δε, ήταν τόσο ολοκληρωτικές που το μόνο συγκρίσιμο σε μέγεθος γεγονός είναι η κατάρρευση της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας σχεδόν 1600 χρόνια μετά.
Χάος στην ανατολική Μεσόγειο
Τι ακριβώς εννοούμε όμως όταν μιλάμε για μαζική κατάρρευση του πολιτισμού την εποχή αυτή;
Στην Ελλάδα τα πανίσχυρα Μυκηναικά ανάκτορα πυρπολούνται και διαλύονται ολοκληρωτικά. Oνομαστές πόλεις όπως η Θήβα, η Πύλος, η Τίρυνθα και οι Μυκήνες τυλίγονται στις φλόγες και εγκαταλείπονται για πάντα (από την προηγούμενη λίστα μόνο η Θήβα ξανακατοικήθηκε μετέπειτα). Μεγάλο μέρος του πληθυσμού φαίνεται να αναγκάστηκε να καταφύγει στη μετανάστευση στην Κύπρο και τις ακτές της Κιλικίας, ενώ η Πελοπόννησος πληθυσμιακά πρέπει να ερήμωσε αφού το σύνολο μικρών και μεγάλων οικισμών της εποχής παρουσιάζουν σημάδια μόνιμης εγκατάλειψης. Στον Ελλαδικό χώρο, οι τέχνες και τα γράμματα ξεχάστηκαν τελείως και χρειάστηκαν αιώνες για να επανακάμψουν.
Στη Μ.Ασία, η αυτοκρατορία των Χετταίων αφανίζεται, η πρωτεύουσα τους, η Χαττούσα μια από τις οχυρότερες πόλεις του κόσμου πολιορκείται και καίγεται. H καταστροφή είναι τόσο ολοκληρωτική που ακόμα και το όνομα τους λησμονήθηκε, αφού οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πλήρη άγνοια γι’ αυτούς. Θα χρειαστεί να περάσουν 800 χρόνια για να επανενοποιηθεί πολιτικά η περιοχή με την έλευση της Περσικής αυτοκρατορίας.
Η ίδια εικόνα εμφανίζεται από την Κύπρο μέχρι τη Φοινίκη και τη Χαναάν. Μόνο η Αίγυπτος και η Ασσύριοι γλίτωσαν της καταστροφής κι αυτοί όμως πολύ αποδυναμωμένοι.
Αναφορές εξωτερικών εισβολέων
Ποιοι προξένησαν όμως όλες αυτές τις καταστροφές; H περίπτωση εξωτερικών εισβολέων μπορεί να μοιάζει αυτονόητη αλλά αυτή η εντύπωση είναι απατηλή. Οι αρχαιολόγοι είχαν πάντα ανοιχτή την εκδοχή εμφυλίων ή εσωτερικών επαναστάσεων, επιχείρημα που ενισχύεται απ’ το ότι σε μερικά αστικά κέντρα φαίνεται να έχουν πυρποληθεί μόνο τα βασιλικά ανάκτορα κι όχι ολόκληρες οι πόλεις. Ένα μοτίβο που ταιριάζει αρκετά στην πιθανότητα εσωτερικής επανάστασης των λαικών στρωμάτων έναντι της ανακτορικής ελίτ. Οι προαναφερθείσες πυρκαγιές είχαν και ένα θετικό αποτέλεσμα όμως, τουλάχιστον για εμάς. Όταν οι φλόγες τύλιξαν τα ανάκτορα, έψησαν μαζί τους τις πήλινες πλάκες γραφής που διατηρούνταν στους χώρους τους. Γενικά πήλινες πλάκες λόγου του υλικού τους δεν διατηρούνται μέχρι την εποχή μας. Το ψήσιμο αυτό όμως τις διέσωσε από τη φθορά του χρόνου, έως ότου τις ανακαλύψουμε. Το γεγονός, επίσης, ότι αυτές οι πλάκες ήταν επαναχρησιμοποιούμενες, δηλαδή σβήνονταν και ξαναγράφονταν συνεχώς, σημαίνει ότι όσες έχουμε σήμερα στην κατοχή μας περιέχουν μηνύματα που γράφτηκαν μερικές μέρες ή βδομάδες πριν την τελική καταστροφή των ανακτόρων. Μας μεταφέρουν μια εικόνα δηλαδή των τελευταίων ημερών τους! Στην περίπτωση τουλάχιστον της Πύλου, του βασίλειου του μυθικού Νέστορα, οι επιγραφές αυτές μας δείχνουν έντονα ότι η πόλη ανέμενε εξωτερική επίθεση και μάλιστα από τη θάλασσα, αφού διαβάζουμε εντολές για 450 κωπηλάτες, μαζί με τα ονόματα των αρχηγών τους, που πρόκειται να σταλθούν και να επανδρώσουν παραλιακά φυλάκια.
Οι ανησυχητικές αναφορές δεν σταματάνε όμως εδώ. Σε ένα γράμμα του βασιλιά της Alashiya που ταυτίζεται με την Κύπρο, στον βασιλιά της Ουγκαρίτ, μιας πόλης στην απέναντι ακτή της Συρίας, για επείγουσα βοήθεια, ο τελευταίος, προσφωνώντας τόν πατέρα (ίσως τιμητικά ή ίσως ανήκαν στην ίδια δυναστεία και ήταν όντως γιος του), απαντάει:
“Πατέρα μου ιδού, τα πλοία του εχθρού ήρθαν, οι πόλεις μου κάηκαν και έκαναν κακά πράγματα στη χώρα μου! Δεν γνωρίζει ο πατέρας μου ότι όλα μου τα στρατεύματα και τα άρματα είναι στην χώρα των Χετταίων και ότι όλα μου τα πλοία είναι στη χώρα των Lukka (Λυκία); Συνεπώς, η χώρα έχει αφεθεί ολομόναχη στη μοίρα της. Ας το γνωρίζει ο πατέρας μου: 7 πλοία του εχθρού ήρθαν εδώ και μας προκάλεσαν μεγάλη καταστροφή”
Κι αυτός με την σειρά του, του απαντάει:
“Σχετικά με αυτό που μου έγραψες. Έχουν εντοπίσει εχθρικά πλοία στη θάλασσα. Αν αυτό ισχύει δυνάμωσε τον εαυτό σου όσο μπορείς! Που βρίσκονται οι άνδρες σου και τα άρματα σου; Δεν είναι εκεί μαζί σου; Αν όχι, ποιος θα σε σώσει από τον εχθρό; Περικύκλωσε την πόλη σου με τείχη, κάλεσε πίσω μαζί σου τον στρατό σου και τα άρματα σου και περίμενε τον εχθρό με πλήρη δύναμη!”
Είναι προφανές λοιπόν ότι τα δύο αυτά βασίλεια προετοιμάζονταν για έναν μεγάλο θαλάσσιο κίνδυνο, επί ματαίω όμως, καθώς και τα δύο τελικά τυλίχθηκαν στις φλόγες όπως μαρτυρούν οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Η δε Ουγκαρίτ δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ.
Οι Λαοί της Θάλασσας
Λαμπρότερο φως στη φύση αυτών των επιδρομών σε ολόκληρη τη μεσόγειο και εν μέρη στην ταυτότητα των εισβολέων προήλθε από την Αίγυπτο, τον τόπο στον οποίο τελικά οι εισβολείς γνώρισαν την ολοκληρωτική τους καταστροφή. Σύμφωνα με τις αιγυπτιακές επιγραφές (κυρίως αυτές στο Kαρνάκ και το Medinet Habu) η χώρα του Φαραώ δέχθηκε τουλάχιστον δύο θαλάσσιες επιδρομές μέσα σε λίγες δεκαετίες από έναν συνασπισμό λαών που έλαβαν το όνομα “Λαοί της Θάλασσας” από τους σύγχρονους αρχαιολόγους-ιστορικούς. Ειδικότερα, στο 5ο έτος της βασιλείας του Φαραώ Mερνεθφά (δηλ. το 1208 π.Χ) ο βασιλιάς της Λιβύης μαζί με “ξένους λαούς από τη θάλασσα” (των οποίων τα ονόματα μας δίνονται αλλά αυτά γεννούν ταυτόχρονα νέες απορίες) επιτέθηκαν στην Αίγυπτο και μια μεγάλη μάχη έλαβε μέρος στο δυτικό δέλτα του Νείλου, όπου ο Φαραώ συνέτριψε τους εισβολείς σκοτώνοντας 6000 από αυτούς και παίρνοντας 9000 ως αιχμαλώτους. Για να είναι σίγουρος μάλιστα για το μέτρημα, ο Φαραώ διάταξε να κοπούν και να συγκεντρωθούν τα χέρια όλων των απερίτμητων εχθρών και τα πέη όλων των περιτμημένων.
“O βδελυρός, αξιολύπητος βασιλιάς της Λιβύης Μερύρης, ο γιος του Ντεντ ρίχτηκε πάνω στην χώρα των Tehenu μαζί με τους τοξότες του (συμμάχους του) αυτοί ήταν οι Ekwesh (Αχαιοί;), Τeresh, Lukka (Λύκες), Sherden (Σαρδηνοί), Shekelesh (Σικελοί;)”
Η σφοδρότερη όμως επίθεση ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα γύρω στο 1175 π.Χ, όταν πλέον στον θρόνο είχε ανέβει ο Ραμσής ο Γ. Όπως διαβάζουμε στις επιγραφές του μεγαλοπρεπούς μαυσωλείου του στο Medinet Habu όπου εξιστορούνται τα κατορθώματα του Φαραώ, έγιναν 3 κύματα επιθέσεων κατά της Αιγύπτου. Το ένα ισχυρότερο από το άλλο και μάλιστα κατά το 5ο, 8ο και 12ο έτος της βασιλείας του Ραμσή, συγκεκριμένα διαβάζουμε:
Οι ξένες χώρες έκαναν μια συνωμοσία στα νησιά τους. Αμέσως, όλες οι χώρες αφανίζονταν και σκορπίζονταν στην θέα τους. Καμία χώρα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την δύναμη τους. Η χώρα των Χετταίων, η Καντές και η Καρχεμίς (πόλεις στην Συρία) η Arzawa (χώρα στην δυτική Μ.Ασία) και η Alashiya (Κύπρος) καταστράφηκαν μία μία. Ένα στρατόπεδο στήσανε στην Αmmuru (ένα βασίλειο στην παραλιακή Συρία), αφάνισαν τους κατοίκους της και κατέστρεψαν την γη σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Βάδιζαν προς την Αίγυπτο ενώ φωτιά ετοιμάζονταν μπροστά τους. Ο συνασπισμός τους αποτελούνταν από τους Peleset (Φιλισταίοι), Tjeker, Shekelesh (Σικελοί;), Denyen (Δαναοί;), Weshesh όλοι ενωμένοι. Άπλωναν το χέρι τους σε όλους τους τόπους μέχρι την άκρη της Γης. Οι καρδιές τους ήταν θαρραλέες και έλεγαν “Θα τα καταφέρουμε!”.
Σύμφωνα με τη συνέχεια των επιγραφών οι λαοί της Θάλασσας, χώρισαν τον στρατό τους σε δύο κομμάτια, το ένα θα εισέβαλλε στην Αίγυπτο από τη στεριά και το άλλο από τη θάλασσα. Όταν ο στόλος τους εισήλθε μέσα στο ελώδες και πυκνόφυτο δέλτα του Νείλου, ο Ραμσής που παραμόνευε κρυμμένος με τα πλοία του μέσα στα δαιδαλώδη έλη, τους οδήγησε κατευθείαν σε ενέδρα. Ακολούθησε σκληρή και πολύωρη μάχη σώμα σώμα κάτω από τον καυτό ήλιο της Αιγύπτου. Στο τέλος, όμως, ο Φαραώ τα κατάφερε, κατέλαβε όλα τα πλοία των εισβολέων και, αφού διέταξε να τα σύρουν στην ακτή, εκτέλεσε επί τόπου όσους εχθρούς είχαν απομείνει σε αυτά. Την ίδια τραγική κατάληξη επιφύλασσε η μοίρα και στους χερσαίους εισβολείς. Μετά τη νίκη του κατά του εχθρικού στόλου, ο Ραμσής βάδισε γοργά εναντίον τους. Τους συνάντησε στην έρημο, όπου και τους κατατρόπωσε, αν και δεν μας δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες για τη μάχη αυτή. Μόνο ότι αυτή τη φορά ο Ραμσής αποφάσισε να κρατήσει όσους επέζησαν ως αιχμαλώτους και στη συνέχεια τους ανάγκασε να ενσωματωθούν στον στρατό του.
Αν και μετά την συντριβή τους οι λαοί της Θάλασσας εξαφανίζονται από κάθε αναφορά, οι επιπτώσεις των επιδρομών τους καθόρισαν την ιστορία όλου του αρχαίου κόσμου για τα επόμενα 500 χρόνια. Τις ελάχιστες πρωτογενείς πληροφορίες που έχουμε για αυτούς τις αντλούμε μόνο από τις αιγυπτιακές επιγραφές. Σε αυτές απεικονίζονται με τις δικές του πολύ συγκεκριμένες ενδυμασίες και περικεφαλαίες με κέρατα ή φουντωτά λοφία. Aυτές μαζί με τα ξίφη που φαίνονται να χρησιμοποιούν, δείχνουν Ευρωπαική προέλευση. Μοιάζουν δε αρκετά με τα μυκηναικά, αλλά δεν ταυτίζονται απόλυτα με αυτά. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι Tjeker και οι Lukka, απεικονίζονται να κουβαλάνε μαζί τους πάνω σε άμαξες τις γυναίκες, τα παιδιά τους και όλα τους τα υπάρχοντα. Από το στοιχείο αυτό διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται απλά για μια στρατιωτική επιδρομή αλλά για τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών. Τι τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους παραμένει άγνωστο.
Παρόλο που οι Αιγύπτιοι μας αναφέρουν τις ονομασίες που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι γι’ αυτούς, η ταύτιση τους με κάποιον γνωστό σε εμάς λαό ή πολιτισμό είναι εξαιρετικά δύσκολη. Τόσο γιατί η αιγυπτιακή γραφή αποδίδει ατελώς τα φωνήεντα, όποτε η προφορά των ονομάτων που διαβάζουμε δεν είναι απολύτως βέβαιη, όσο και διότι μετά το τέλος της εποχής αυτής τα περισσότερα τοπωνύμια και ανθρωπονύμια άλλαξαν και είχαν ήδη ξεχαστεί μέχρι τα κλασσικά χρόνια. Από αυτoύς μόνο οι Lukka (=Λυκίοι) και oι Peleset (=Φιλισταίοι) μπορούν να ταυτιστούν με σιγουριά. Τους τελευταίους, που ήταν ο λαός του Γολιάθ, και είναι γνωστοί σε εμάς από την Βίβλο, ο Ραμσής ανάγκασε να υποταχθούν στον στρατό του και τους εγκατέστησε σε φρούρια κατά μήκος της λωρίδας της Γάζας, που εξελίχθηκαν στις φιλισταικές πόλεις. Από την Παλαιά Διαθήκη ξέρουμε ότι προέρχονταν από την Καφθώρ, δηλαδή την Κρήτη (υπόθεση για την οποία υπάρχουν και αρχαιολογικές ενδείξεις). Η προέλευση τους από την Κρήτη ταυτίζεται με τη νησιωτική καταγωγή που τους αποδίδει ο Ραμσής.
Ειδικότερα οι φράσεις “έκαναν μια συνωμοσία στα νησιά τους” ή (σε άλλη επιγραφή ) “βόρειες χώρες που βρίσκονται στα νησιά τους” δείχνει έντονα προς την κατεύθυνση του Αιγαίου. Παρ΄ όλα αυτά απ’ όλους τους λαούς που αναφέρονται μόνο οι Denyen (Δαναοί) δείχνουν να έχουν ονοματολογική και ετυμολογική συνάφεια με ελληνικούς πληθυσμούς, καθώς παρόμοιες ονομασίες ή παραφθορές των υπόλοιπων ονομασιών δεν εμφανίζονται πουθενά στους πολιτισμούς του αιγαίου. Η ονομασία Ekwesh από πολλούς μελετητές έχει προταθεί ως παραφθορά του Akhaiwos (Αχαιός) αλλά το γεγονός ότι αναφέρονται ως περιτμημένοι απομακρύνει την πιθανότητα να ήταν Έλληνες.
Προβληματισμό επίσης προκαλούν οι Sherden (ή Shardana) και οι Shekelesh. Η ομοιότητα των ονομάτων των δύο αυτών λαών με τις γνωστές σε εμάς Σαρδηνία και Σικελία είναι τόσο έντονη που δεν μπορεί να αγνοηθεί, επίσης ο νησιωτικός τους χαρακτήρας ταιριάζει με τα λεγόμενα του Ραμσή. To πρόβλημα με αυτήν την ταύτιση είναι η μεγάλη γεωγραφική απόσταση μεταξύ αυτών των νησιών και της ανατολικής μεσογείου. Η Ιταλία που παρεμβάλλεται ακριβώς ανάμεσα τους θα φάνταζε ως ο πιο προσιτός στόχος. Φαίνεται, όμως, να γλίτωσε από την καταστροφή. Είναι επίσης δύσκολο να φανταστούμε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από εκεί μέχρι τη μέση ανατολή. Στο τελευταίο μερικοί ανταπαντάνε ότι ναυτικές οδοί προς τα ανατολικά ήταν γνώριμες και ασφαλείς για τους Σικελούς και τους Σαρδήνιους και ότι η πλούσια ανατολική μεσόγειος θα ήταν πιο ελκυστικός στόχος απ’ ότι η φτωχότερη τότε Ιταλία. Επίσης δεν είναι απαραίτητο όλοι οι λαοί της Θάλασσας να είχαν μεταναστευτικό χαρακτήρα (να κουβαλούσαν δηλαδή τις οικογένειες τους). Οι Σικελοί και οι Σαρδηνοί θα μπορούσαν να έχουν μια αυστηρώς στρατιωτική και ληστρική συμμετοχή, αποτελούμενοι μόνο από ενήλικες άνδρες. Τέλος, ο Ελλαδικός χώρος, που όπως διαβάσαμε πιστεύουμε ότι ήταν ο πρώτος που δέχτηκε επίθεση, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ των δύο προορισμών. Οι Sherden είναι γνωστό από άλλες πηγές ότι υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον Αιγυπτιακό στρατό, επομένως η περιοχή τους ήταν γνώριμη. Μια τρίτη θεωρία υποστηρίζει το ενδεχόμενο, οι Sherden και οι Shekelesh να ζούσαν κάπου εγγύτερα και να μετανάστευσαν στη σημερινή Σικελία και Σαρδηνία μετά την ήττα τους από τους Αιγύπτιους, δίνοντας το όνομα τους στους νέους τόπους κατοικίας τους. Το πρόβλημα με αυτήν τη θεωρία, όμως, είναι ότι αναφέρονται ξεκάθαρα ως νησιωτικοί λαοί και πέρα από τα νησιά του Αιγαίου, τη Σαρδηνία και τη Σικελία δεν υπάρχουν άλλες υποψήφιες πατρίδες γι’ αυτούς (η Κύπρος όπως διαβάσαμε ήταν θύμα τους άρα αποκλείεται).
Οι υπόλοιποι λαοί που αναφέρονται, Weshesh, Tjeker και Teresh παραμένουν ένα άλυτο μυστήριο. Πολλοί συνδέουν τους τελευταίους είτε με τους ηττημένους Τρώες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τροία η καταστροφή της οποίας πρέπει να έγινε μερικές γενιές πριν, είτε με τους Τυρρηνούς που ζούσαν στην Ιταλία αλλά η ελληνική παράδοση ανέφερε ότι ζούσαν στην Μ. Ασία πριν χρειαστεί να μεταναστεύσουν δυτικά. Βέβαια, όλα αυτά αποτελούν απλώς υποθέσεις.
Τι ανάγκασε όλους αυτούς τους λαούς να μεταναστεύσουν;
Τα αίτια της μαζικής και βιαίας μετακίνησης πληθυσμών είναι ακόμα αβέβαια. Οι επιστήμονες συγκλίνουν προς έναν εξαιρετικά κακότυχο συνδυασμό κλιματικών αλλαγών, λιμού και εξωτερικών εισβολέων που συμπαρέσυραν μαζί τους τους κατεκτημένους λαούς σε μια αλυσιδωτή μετακίνηση πληθυσμών. Ενδείξεις για μια εκταταμένη περίοδο ξηρασίας ερευνών έχουν προκύψει από κλιματολογικές έρευνες. Σύμφωνα με αυτές, η στάθμη της νεκράς θάλασσας στο Ισραήλ μπορεί να μειώθηκε έως και 50 μέτρα, γεγονός που σημαίνει ότι οι ποταμοί που την υδροδοτούσαν είχαν σχεδόν ξεραθεί. Μια τέτοια μεγάλη ξηρασία θα είχε ραγδαία αρνητική επίπτωση στις σοδειές, προκαλώντας ενδεχομένως έναν μεγάλο λιμό. Πράγματι, υπάρχουν ξεκάθαρες ιστορικές αναφορές για έναν τέτοιο σφοδρό λιμό, τουλάχιστον στην περιοχή της Ανατολίας. Στα αρχεία της Ουγκαρίτ διαβάζουμε επείγουσες επιστολές από τον βασιλιά των Χετταίων για αποστολή φαγητού στην πρωτεύουσα, με τον διοικητή της πόλης να απαντάει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο καθώς και οι δικές τους προμήθειες έχουν εξαντληθεί. Κατά την ανασκαφή του σπιτιού του Urtenu, ενός εμπόρου και μάλλον αξιωματικού της Ουγκαρίτ, ανακαλύφθηκε μια πήλινη πλάκα με το απεγνωσμένο μήνυμα που είχε λάβει από κάποιον συγγενή ή φίλο του από την πόλη Εμάρ της Συρίας. Διαβάζουμε:
“Οι πύλες της οικίας μας έχουν σφραγιστεί. Αφού υπάρχει λιμός και στο σπίτι σου, τότε θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα. Αν δεν σπεύσεις να έρθεις, τότε θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα. Ούτε μια ζωντανή ψυχή δεν θα ξαναδείς στην χώρα σου. “
Αναμνήσεις αυτού του καταστροφικού λιμού ενδεχομένως να έχουν διατηρηθεί στις παραδόσεις των λαών της εποχής. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Τυρρηνοί που αναφέραμε πιο πάνω ζούσαν στην Λυδία (Μ.Ασία) και αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν εξαιτίας ενός μεγάλου λιμού που κράτησε 18χρόνια:
“Aυτή είναι η ιστορία τους. Κατά την βασιλεία του Άτυ γιού του Μάνη υπήρχε μεγάλη έλλειψη φαγητού σε όλη την Λυδία. Για λίγο, προσπάθησαν να το υπομείνουν με όση υπομονή διέθεταν. Όταν ο λιμός όμως δεν υποχωρούσε άρχισαν να ψάχνουν για διάφορες θεραπείες και κάθε άνθρωπος πρότεινε τις δικές του λύσεις. Τότε ήταν που εφύηραν διάφορα παιχνίδια με ζάρια, οστά και σφαίρες και κάθε είδος παιχνιδιού εκτός από αυτά που οι Λύδιοι δεν υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν οι ίδιοι. Έτσι χρησιμοποιούσαν τις ανακαλύψεις τους για να απαλύνουν την πείνα τους, μέρα παρά μέρα έπαιζαν συνεχώς καθ’όλη την διάρκεια της ημέρας ώστε να ξεχαστούν και να μην γυρέψουν φαγητό ενώ την επόμενη παρατούσαν το παιχνίδι και έτρωγαν. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής τους για 18 έτη. Αλλά ο λιμός όχι μόνο δεν σταμάτησε να τους μαστίζει αλλά μάλιστα επιδεινώθηκε. Στο τέλος, ο βασιλιάς τους διαίρεσε τον λαό σε δύο ομάδες και τους έβαλε να τραβήξουν κλήρο έτσι ώστε η μια ομάδα θα μπορούσε να μείνει στην χώρα και η άλλη θα έπρεπε να την εγκαταλείψει. Ο ίδιος ορίστηκε να είναι ο αρχηγός της ομάδας που θα έμενε και ο γιος του, που ονομάζονταν Τυρρηνός, αυτών που θα έφευγαν. Έτσι, αυτοί που τράβηξαν κλήρο να φύγουν εγκατέλειψαν την χώρα και κατέβηκαν στη Σμύρνη, όπου έφτιαξαν πλοία, στα οποία έφεραν όσα από τα υπάρχοντα τους μπορούσαν να μεταφερθούν με αυτά και σάλπαραν μακριά αναζητώντας μια νέα ζωή και πατρίδα, όσπου, αφού συγκρούστηκαν με τον έναν λαό μετά τον άλλον, κατέληξαν στους Ομβρίκους (Umbria της Ιταλίας), όπου έφτιαξαν πόλεις και ζουν εκεί μέχρι σήμερα. Δεν αποκαλούνται πλέον Λύδιοι αλλά Τυρρηνοί από το όνομα του γιου του βασιλιά που τους οδήγησε εκεί.”
Αν και η παραπάνω αναφορά μάλλον περιέχει πολλά μυθολογικά στοιχεία ο βασικός κορμός της ιστορίας ταιριάζει απόλυτα με την εικόνα των λαών της θάλασσας που έχουμε σχηματίσει και γεωγραφικά και ερμηνευτικά. Ένας καταστροφικός λιμός που εξανάγκασε μια μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα στην περιοχή του αιγαίου να εγκαταλείψει τον τόπο της, κουβαλώντας όλα τους τα υπάρχοντα και οικογένειες σε πλοία και συγκρουόμενοι με πολλούς λαούς για να βρουν έναν νέο τόπο εγκατάστασης.
Τέλος, μια άλλη ανάμνηση των γεγονότων αυτών ίσως διασώζετε στην Βίβλο και μάλιστα σε μια από της πιο γνωστές ιστορίες αυτής, αυτήν των 7 ισχνών και 7 παχιών αγελάδων. Σύμφωνα με αυτήν, ο Ιωσήφ ο γιος του Ιακώβ, προδόθηκε από τους αδερφούς του, που τον ζήλευαν και τον πούλησαν ως σκλάβο σε εμπόρους στην Αίγυπτο. Εκεί, μετά από διάφορες κακοτυχίες κατέληξε αδίκως στην φυλακή αλλά ο Θεός έμεινε μαζί του. Εκεί πέρα με την βοήθεια του Θεού, ερμήνευσε προφητικά το νόημα των ονείρων που έβλεπαν οι συγκρατούμενοι του. Όταν ένας από αυτούς που ήταν αξιωματικός του Φαραώ αποφυλακίστηκε και είδε ότι η πρόβλεψη του Ιωσήφ επαληθεύτηκε, ενημέρωσε τον Φαραώ και τότε εκείνος κατέφυγε στον Ιωσήφ για να του ερμηνεύσει ένα όνειρο που κανένας ιερέας του δεν μπορούσε. Σύμφωνα με αυτό:
“Στεκόμουν στην όχθη του Νείλου και είδα να ανεβαίνουν 7 αγελάδες εύρωστες και παχιές και έβοσκαν στο χορτάρι. Μετά από αυτές ακολούθησαν 7 πολύ άσχημες και καχεκτικές αγελάδες, δεν είχα ξαναδεί πιο άσχημες αγελάδες σε όλη την Αίγυπτο, και στάθηκαν κοντά στις πρώτες στην όχθη του ποταμού. Οι αδύνατες και άσχημες αγελάδες έφαγαν τις 7 παχιές αγελάδες που ήρθαν πρώτες.”
Και η γνωστή ερμηνεία του Ιωσήφ:
“Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα, ο Θεός σου φανέρωσε τι πρόκειται να κάνει. Οι 7 παχιές αγελάδες είναι 7 χρόνια αφθονίας που θα έρθουν σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Οι 7 αδύνατες και άσχημες αγελάδες είναι 7 χρόνια λιμού που θα ακολουθήσουν και θα μαστίσουν την χώρα.”
Όπως συνεχίζει η ιστορία, η πρόβλεψη του Ιωσήφ όντως επαληθεύτηκε και μεγάλη πείνα και ξηρασία έπληξε ολόκληρη την Αίγυπτο και τη Χαναάν. Ο Ιωσήφ πους στο μεταξύ είχε γίνει αντιβασιλέας είχε προνοήσει και είχε αποθηκεύσει σιτηρά κατά τα πρώτα 7 χρόνια αφθονίας. Έτσι, η Βίβλος μας πληροφορεί ότι η Αίγυπτος ήταν το μόνο κράτος που επέζησε του λιμού και άνθρωποι από όλον τον κόσμο συνέρρεαν για βοήθεια εκεί. Μαζί με αυτούς και οι πρώην αδερφοί του Ιωσήφ που τον είχαν προδώσει αλλά τελικά συμφιλιώθηκαν.
Πέρα από τα διάφορα μυθολογικά στοιχεία αυτή ιστορία έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Συμφωνεί με την εμφάνιση μεγάλης κλιματικής αλλαγής (ξηρασία) και του λιμού που προκάλεσε και ρήμαξε τεράστιες εκτάσεις του τότε κόσμου (ολόκληρη την Αίγυπτο και τη Χαναάν). Επίσης, μας ενημερώνει ότι η Αίγυπτος ήταν το μόνο ισχυρό κράτος που επιβίωσε και στο οποίο υπήρχαν ακόμα αρκετές προμήθειες. Πράγματι, η Αίγυπτος είναι το μόνο κράτος που επιβίωσε της κατάρρευσης της εποχής του Χαλκού ενώ η ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων τροφής που έκανε ανθρώπους από όλο τον κόσμο να συνέρρεαν εκεί θα την καθιστούσε ιδανικό στόχο για τους λαούς της Θάλασσας που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τον τόπο τους εξαιτίας της πείνας.
Συμπερασματικά
Παρά τις παραπάνω υποθέσεις, εν αναμονή νέων αρχαιολογικών ανακαλύψεων το μυστήριο παραμένει. Αν και εκτεταμένοι λιμοί και ξηρασίες σχεδόν σίγουρα συνέτειναν στην αναταραχή που ακολούθησε, εντούτοις το ποιος ακριβώς λαός καθώς και πως η αλυσιδωτή αυτή αντίδραση ξεκίνησε παραμένει άγνωστο. Οι Μυκηναικές πόλεις καταστράφηκαν από εξωτερικούς εισβολείς η κάθε μια και όχι από λιμό. Αν αυτοί αποτελούσαν μεγάλο μέρος των λαών της θάλασσας, όπως πολλές ενδείξεις δείχνουν, τότε ποιος έκαψε τις πόλεις τους; Εμφύλιες διαμάχες που ρήμαξαν τον τόπο και μετά τους ανάγκασαν να καταφύγουν σε επιδρομές προς άλλους τόπους; Αν είναι όμως έτσι πως γίνεται ένας λαός ρημαγμένος και αποδυναμωμένος από έναν τέτοιο εμφύλιο να είχε τόση δύναμη ώστε να κατατροπώσει τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της εποχής; Mήπως κάποιος εξωτερικός εχθρός, που πρώτα τους υπέταξε και μετά τους ανάγκασε να τον ακολουθήσουν; Αυτό φαντάζει πιο λογικό αλλά πάλι οι Αιγύπτιοι φαίνεται να παρουσιάζουν νησιωτικούς πληθυσμούς (δηλ. πιθανότατα Έλληνες) ως βασικούς συνωμότες εναντίον τους.
Τα δύο αυτά παράδοξα ενδέχεται να μπορεί να επιλύσει μια επίσης επιγραφή του Ραμσή Γ, η οποία συνήθως τσουβαλιάζεται με τις παραπάνω και προσωπικά πιστεύω ότι δεν της έχει δοθεί αρκετή προσοχή. Σύμφωνα με αυτή, μετά την αποτυχημένη επίθεση εναντίον της Αιγύπτου, ο Ραμσής φαίνεται να μετέφερε τον πόλεμο στα μέρη του εχθρού του:
“Έσφαξα τους Denyen (Δαναούς;) στα νησιά τους και έκαψα τους Tjeker και τους Peleset (Κρήτες)”
Υπονοώντας έτσι μια εκστρατεία εκδίκησης στα νησιά-πατρίδες των λαών της θάλασσας. Δηλαδή πιθανότατα στον χώρο του Αιγαίου, αφού όλα τα άλλη νησιά της Μεσογείου είναι υπερβολικά μακριά από την Αίγυπτο για να είναι εφικτή και συμφέρουσα μια εκστρατεία εναντίον τους. Αν δεχτούμε την αναφορά του Ραμσή ότι σε μια πράξη αντεκδίκησησης έκαψε τις χώρες των εχθρών του, οι οποίες φαίνεται να βρίσκονται στην Ελλάδα και το Αιγαίο, τότε θα συγκέντρωνε μεγάλες πιθανότητες και το εξής σενάριο. Οι Μυκηναϊκές πόλεις (που συμπτωματικά και αυτές καήκαν) να μην ήταν το πρώτο θύμα των Λαών της Θάλασσας και το γεγονός που πυροδότησε μια αλυσιδωτή μετακίνηση πληθυσμών, αλλά το τελευταίο! Δηλαδή, οι Μυκηναίοι να ήταν οι θύτες και όχι τα θύματα. Πρώτα να επέδραμαν από τις ακόμα ανέπαφες από καταστροφή πόλεις τους προς τα ανατολικά και την Αίγυπτο και τελευταίες αυτές να κάηκαν μετά την ήττα τους από τους ίδιους τους Αιγύπτιους που μετέφεραν τον πόλεμο σπίτι τους. Στο σενάριο αυτό προσκρούουν ενδείξεις που θέλουν ένα πρώτο κύμα καταστροφών αν και όχι τελειωτικών να πλήττουν τα Μυκηναικά κέντρα ήδη από το 1250πΧ. Επομένως, τελική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί έως ότου νέα αρχαιολογικά ευρήματα μας προσφέρουν καινούριες πληροφορίες και νέες μέθοδοι χρονολόγησης μας δώσουν μια τελεσίδικη απάντηση σχετικά με το ποιο σημείο καταστράφηκε πρώτα και ποιο όχι.