
Η διαχείριση μιας ομάδας ποδοσφαίρου, πέρα από την ουσιαστική γνώση του παιχνιδιού, απαιτεί και τον συνδυασμό μιας ποικιλίας ταλέντων. Εκτός από την τακτική ομαδική προπόνηση, οι προπονητές καλούνται να εργάζονται και μεμονωμένα με τους παίκτες, για να τους παρακινούν και να τους πειθαρχούν. Οι οδηγίες τους πρέπει να μεταδίδονται αποτελεσματικά, λαμβάνοντας υπόψη ή προβλέποντας τη σωματική και ψυχολογική κατάσταση των παικτών τους. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης η ικανότητα ενός προπονητή να κάνει έξυπνες αντικαταστάσεις και αλλαγές τακτικής κατά τη διάρκεια των αγώνων.
Όροι όπως το gegenpressing, ferguson’s formula, το “τίκι-τάκα”,το ψευδοεννιάρι, τα “ανεστραμμένα” μπακ, και η “τακτική περιοδικότητα” αποτελούν καινοτομίες που συστήθηκαν στο κοινό μέσα από το προπονητικό πλάνο προσωπικοτήτων που έγιναν θρύλοι. Παρακάτω θα δούμε μερικούς από τους κορυφαίους προπονητές παγκοσμίως και τα συστήματα που έκαναν ευρέως γνωστά.
1.Σερ Άλεξ Φέργκιουσον (Ferguson’s formula)

Ο άνθρωπος που έμελλε να χαράξει την ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με “χρυσά γράμματα” στο αγγλικό ποδόσφαιρο.
Το 2013 ολοκληρώθηκε η εποχή του προπονητή που έκανε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το πιο επιτυχημένο club. Την ίδια χρονιά έγινε case study στο Harvard και ο λόγος για σεμινάριο που παρακολουθούν κορυφαία ονόματα της showbiz, όπου ανήκει και ο αθλητισμός. Ποια είναι όμως, η Ferguson’s formula;
H Anita Elberse (Ανίτα Έλμπερς) -απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ στην επιστήμη της επικοινωνίας και καθηγήτρια του Χάρβαρντ, κάποια στιγμή το 2010, ζήτησε από τους μαθητές της να ερευνήσουν το αν οι εταιρίες που επιλέγουν έναν αθλητή για ‘πρόσωπο’ τους κερδίζουν κάτι από αυτό. Στο επίκεντρο είχε θέσει τη Μαρία Σαράποβα -μια από τις πρώτες αθλήτριες που ‘έβγαλε’ εκατομμύρια από συνεργασίες με brands, χωρίς απαραίτητα να ‘χει ανάλογες διακρίσεις στα courts. Μετά η ιστορία πήγε στον Λεμπρόν Τζέιμς και το ένα έφερε το άλλο. Ποιο ήταν το ένα και ποιο το άλλο?
Το καλοκαίρι του 2012 την πήρε στο τηλέφωνο ο Sir Άλεξ Φέργκιουσον, ο οποίος ήταν στη φάση αναζήτησης του τί θα κάνει μετά το τέλος της καριέρας του ως προπονητής. Οι δυο τους μοιράστηκαν ένα πρωινό στη Βοστώνη. “Τότε κατάλαβα ότι με περνά από οντισιόν” εξήγησε η Έλμπερς , “αυτό που ήθελε να δει είναι αν είμαι ο άνθρωπος που θα τον βοηθήσει να διηγηθεί την ιστορία του, επί της ηγετικής ικανότητας, που δημιούργησε στο ποδόσφαιρο”. Συμφώνησαν να συνεργαστούν και η Έλμπερς τον ακολούθησε για ένα χρόνο -τον τελευταίο της καριέρας του. Πήγε στις προπονήσεις, στο γήπεδο, στο σπίτι του, στις συναντήσεις με τους φίλους του, με τους αντίπαλους προπονητές μετά τους αγώνες.
Το case study που έφτιαξε η καθηγήτρια είχε ως ερώτημα “τι χρειάστηκε για να ‘τρέξει’ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ”. Μαζί έγραψαν και άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Harvard Business Review, τον Οκτώβρη του 2013. Ο τίτλος ήταν “Ferguson’s formula”. Η βάση της φιλοσοφίας του περιγράφεται με τα παρακάτω λόγια “Όταν δίνεις ευκαιρία σε νέους ανθρώπους, δεν δημιουργείς μόνο μεγαλύτερη διάρκεια για την ομάδα σου. Δημιουργείς πίστη. Πάντα θα θυμούνται ποιος τους έδωσε την ευκαιρία. Και θα δεχθούν τον τρόπο σου. Αυτό που κάνεις στην ουσία, είναι ότι δημιουργείς την αίσθηση οικογένειας. Όταν δίνεις προσοχή στους νέους και την ευκαιρία να επιτύχουν, είναι απίστευτο το πόσο μπορούν να σε εκπλήξουν”.
Η ανάλυση που έγινε για την αξία των μεταγραφών σε μια δεκαετία, αποκάλυψε την αποτελεσματικότητα του Φέργκιουσον, ως “διαχειριστή χαρτοφυλακίου” του ταλέντου. Ήταν στρατηγικός, λογικός και συστηματικός. Τη δεκαετία που η Γιουνάιτεντ πήρε πέντε φορές τον τίτλο στην Αγγλία, ο σύλλογος ξόδεψε λιγότερα σε μεταγραφές από τους Τσέλσι, Σίτι και Λίβερπουλ. Ένας από τους λόγους ήταν η διαρκής δέσμευση νέων παικτών -κάτω των 25. Επειδή δε, η Γιουνάιτεντ είχε την τακτική να ‘πουλάει’ παίκτες που είχαν καλά χρόνια καριέρας μπροστά τους, έδωσε στον σύλλογο περισσότερα χρήματα από κάθε άλλο ανταγωνιστή.
“Αναγνωρίσαμε τρία επίπεδα παικτών: αυτό των 30+, εκείνων μεταξύ των ηλικιών 23 και 30 και τους νεαρότερους. Η ιδέα ήταν πως οι νέοι παίκτες εξελίσσονταν, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που είχαν θέσει οι μεγαλύτεροι. Πιστεύω πως ο κύκλος μιας επιτυχημένης ομάδας είναι στα 4 χρόνια. Μετά χρειάζονται αλλαγές” είχε πει χαρακτηριστικά.
Τόνιζε πάντα πως ποτέ των ποτών δεν πρέπει να αφήνεις τον έλεγχο αλλού. “Υπάρχουν φορές που αναρωτιέσαι αν κάποιοι παίκτες επηρεάζουν την ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια, την απόδοση της ομάδας και αν ελέγχεις τους παίκτες και τους συνεργάτες σου. Αν υπάρχει πρόβλημα, το «τελειώνεις» αμέσως, ανεξάρτητα από το αν αφορά τον καλύτερο παίκτη του πλανήτη. Γιατί να πάω για ύπνο, με αμφιβολίες;”.
Ακολουθούσε συγκεκριμένη τακτική και σχετικά με τις οδηγίες που έπρεπε να δίνονται στα ημίχρονα των αγώνων, είτε η ομάδα κέρδιζε είτε όχι. “Όλα είναι εύκολα όταν νικάς. Μιλάς για την αυτοσυγκέντρωση, τα μικρά πράγματα. Όταν χάνεις, πρέπει να βρεις κάτι να πεις που να επηρεάσει. Μου άρεσε να επικεντρώνομαι στη δική μου ομάδα, τις δικές μας δυνάμεις. Έπρεπε να το κάνω σωστά, αλλιώς θα τους «έχανα» όλους”.
Όταν μια ομάδα είναι πίσω στο σκορ, συνήθως ο προπονητής «διατάζει» την κίνηση προς τα εμπρός, την επίθεση. Ο Φέργκιουσον είχε άλλο σύστημα: έβαζε τους παίκτες του να προπονούνται συχνά στο πώς πρέπει να παίξουν, αν χρειάζονται ένα γκολ στα 10, τα πέντε ή τα τρία τελευταία λεπτά. Επικεντρώθηκε στην επανάληψη των ικανοτήτων και των τακτικών. “Κάποιες φορές οι παίκτες σκέφτονταν “άντε πάλι”, όταν έκαναν τα ίδια και τα ίδια. Έχει αποδειχθεί ωστόσο, πως οι νικήτριες ομάδες στηρίζονται στις συνήθειες τους. Στον αυτοματισμό. Το μήνυμα ήταν απλό: δεν μπορούμε να είμαστε ακίνητοι σε αυτόν το σύλλογο. Το να νικώ είναι η φύση μου“.
Από τα τελευταία στοιχεία που συμπληρώνουν τη φόρμουλα του Φέργκιουσον είναι η δύναμη της παρακολούθησης αναφορικά με τους παίκτες όπως λέει και ο ίδιος “Το να βλέπω μια συνήθεια ενός παίκτη ή μια μικρή πτώση στον ενθουσιασμό του, με έκανε να αναρωτηθώ αν είχε πρόβλημα με την οικογένεια ή με τα λεφτά ή αν ήταν κουρασμένος. Μπορούσα να δω αν κάποιος έχει πρόβλημα τραυματισμού. Έχω την αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνουν πολλοί την αξία της παρακολούθησης. Είναι η ικανότητα να δεις πράγματα που δεν περίμενες να δεις. Και είναι κλειδί”.
Το τελευταίο είναι η προσαρμοστικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έγινε ο πρώτος προπονητής που έφτιαξε ομάδες με μεγάλο αριθμό νέων παικτών, κάτι που μετά έγινε συνήθεια για τους κορυφαίους συλλόγους της Premier League. Ήταν ο πρώτος που άφησε τέσσερις κορυφαίους σέντερ φορ να περάσουν μια σεζόν, διεκδικώντας δυο θέσεις στο ρόστερ (και αυτός προσδιορίστηκε ως ο λόγος της επιτυχίας, το 1999 του treble). “Ένα από αυτά που έκανα όλα τα χρόνια, ήταν να διαχειριστώ την αλλαγή. Πιστεύω ότι ελέγχεις την αλλαγή, όταν τη δέχεσαι. Τη στιγμή που προσλαμβάνεις συνεργάτες, πρέπει να τους εμπιστευτείς πως θα κάνουν τη δουλειά τους. Αν αρχίσεις το μικρομάνατζμεντ, δεν έχει νόημα η πρόσληψη”.
2. Γιούργκεν Κλόπ (Gegenpressing)

Η τακτική του pressing εμφανίζεται για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 30‘. Σε τοπ επίπεδο, όμως, η πρώτη φορά που ευδοκιμεί είναι στις αρχές της δεκαετίας του 70’ με την Φέγενορντ του Αυστριακού τεχνικού Έρνστ Χάπελ. Την ίδια δεκαετία, η Ολλανδία του Ρίνους Μίχελς θα πάει πολλά βήματα παραπέρα, εφαρμόζοντας ασφυκτικό πρέσινγκ, παίζοντας ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Εξ ου και η ονομασία “Total Football”. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ρίνους Μίχελς είχε πει πως η ονομασία που ταίριαζε καλύτερα στο στυλ που έπαιζε η ομάδα του ήταν το “Total Pressing”, συμπληρώνοντας πως για να έχει επιτυχία η συγκεκριμένη τακτική η ομάδα χρειάζεται 3 με 4 από τους καλύτερους παίκτες στο κόσμο.
Πριν φτάσουμε στους σημερινούς εκφραστές της συγκεκριμένης φιλοσοφίας δεν μπορούμε να παραλείψουμε έναν άνθρωπο που επηρεάστηκε και κυρίως επηρέασε. Ο Αρίγκο Σάκι, ο άνθρωπος που έφτασε τη Μίλαν σε μερικές από τις πιο ένδοξες στιγμές του συλλόγου, δεν έκρυψε πότε τον θαυμασμό του και το ποσό επηρεάστηκαν οι τακτικές του από εκείνη την τρομερή ομάδα των Ολλανδών και του Άγιαξ. Χαρακτηριστικά είχε πει: “Για να μείνεις στην ιστορία, δεν αρκεί απλά να νικάς, πρέπει πρώτα να ψυχαγωγείς”.
Ο Κλοπ, έχει μπροστά του μια τεράστια παρακαταθήκη. Τη χρησιμοποιεί ως οδηγό, την εμπλουτίζει με νέες ιδέες, βάζοντας τη δική του πινελιά με τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Και εγένετο…Gegenpress. Πως, όμως, μια τόσο βασική σταθερά του σύγχρονου ποδοσφαίρου, όπως το πρέσινγκ, γίνεται σήμα κατατεθέν;
Ο Γερμανός ήταν και παραμένει πολύ ικανός στο να βγάζει τον καλύτερο εαυτό των παικτών του, περνώντας παράλληλα τη δική του νοοτροπία σε εκείνους. Ένα καίριο συστατικό για την επιτυχία του συστήματος. Χαρακτηριστικά ο Σαντιό Μανέ, παίκτης της Λίβερπουλ, είχε δηλώσει πως ο Κλοπ τους ζήτησε πριν από ένα παιχνίδι πρωταθλήματος να μείνουν «θυμωμένοι» καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, έτσι ώστε να μη χάσουν τη συγκέντρωση τους. Πάθος, ένταση, θυμός. Χαρακτηριστικά τα οποία έχει ο ίδιος και κάνουν την εμφάνιση τους ακόμα και στο τρόπο παιχνιδιού της ομάδας του. Είναι ένα από τα στοιχεία που κάνει ξεχωριστό το gegenpress.
Ο Κλοπ θεωρεί το gegenpress όχι μόνο αμυντική αλλά και επιθετική τακτική! Για εκείνον η απώλεια της κατοχής και η πίεση αμέσως μετά από αυτή αποτελεί τον καλύτερο δημιουργό στο παιχνίδι. Φτιάχνοντας καταστάσεις όπου ακόμα και μια πάσα αρκεί ώστε να βρεθεί σε απόσταση βολής με το τέρμα. Ακόμη, υπάρχουν καταστάσεις όπου κατά κάποιον τρόπο η ομάδα του Κλοπ παραχωρεί την κατοχή επιχειρώντας βαθιές μπαλιές. Έτσι, βάζει δύσκολα στον αντίπαλο αφού τον αναγκάζει να αναπτυχθεί από πολύ χαμηλά αντιμετωπίζοντας παράλληλα το ασφυκτικό πρες. Μια παγίδα που ακόμα και οι πιο καταρτισμένες ομάδες του πλανήτη δυσκολεύονται να αποφύγουν.
Η συγκεκριμένη τακτική, σε συνδυασμό με την απόλυτη συνέπεια, τη κατάλληλη ψυχολογία και το φρενήρη ρυθμό που δημιουργείται από τη συνεχή μεταφορά της μπάλας μπορεί να καταστρέψει κάθε τακτική που αντιπαρατίθεται στο χορτάρι και να ρίξει στο καναβάτσο τον αντίπαλο σε χρόνο μόλις λίγων λεπτών.
3. Πέπε Γκουαρντιόλα

Ο Γκουαρντιόλα κατάφερε να φτιάξει ομάδες που έχουν παίξει ποδόσφαιρο που συγκαταλέγεται στα πιο ελκυστικά της ιστορίας. Παρόλο που στη διάθεση του είχε και έχει μερικούς από τους κορυφαίους παίκτες στον πλανήτη, ποτέ δεν παραγνωρίστηκαν οι τακτικές και τα συστήματα που εφάρμοσε.
Μία από τις τακτικές του είναι το “τίκι-τάκα”. Η συγκεκριμένη τακτική βασίζεται σε συνεχείς, μικρές πάσες, που βοηθούν την ομάδα να διατηρεί την μπάλα στην κατοχή της για ευρεία χρονικά διαστήματα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει τον αντίπαλο. Ήταν μια απόλυτα πετυχημένη τακτική που λειτουργούσε και ως αμυντικό εργαλείο, αφού η ομάδα κάθε φορά που έχανε την μπάλα τη διεκδικούσε πολύ ψηλά μέσα στο γήπεδο.
Μία άλλη τακτική του είναι το ¨ψευδοεννιάρι” με την οποία ο ρόλος του στράικερ μετατρέπεται συνεχώς σε κάτι άλλο πιο σύνθετο. Το “ψευδοεννιάρι” έχει χρησιμοποιηθεί από διάφορους συλλόγους τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, όπως είναι η Ρόμα, η Άρσεναλ και η Τσέλσι. Ο Μέσι, όμως, στην Μπαρτσελόνα «αποθέωσε» τον συγκεκριμένο όρο.
Η τεχνική του “ανεστραμμένου” μπακ κατά την οποία γίνεται τοποθέτηση ενός αμυντικού στην αντίθετη πλευρά του γηπέδου, από αυτήν που είναι το καλό του πόδι, με αποτέλεσμα να του δίνεται πλεονέκτημα όταν βρίσκεται στο κέντρο, είναι επίσης από τις αγαπημένες του Πεπ.
4. Ζοσέ Μουρίνιο

Τι ακριβώς περιλαμβάνει το ‘μυστικό’ του Μουρίνιο που απαντάται στις λέξεις «τακτική περιοδικότητα»;
Με μια απλουστευμένη εξήγηση, η βασική μεθοδολογική και παιδαγωγική αρχή πίσω από την τακτική περιοδικότητα είναι ότι το παιχνίδι ποδοσφαίρου πρέπει να «εκπαιδεύεται/διδάσκεται» σεβόμενο τη λογική δομή του. Για την τακτική περιοδικότητα, η λογική δομή του παιχνιδιού περιστρέφεται γύρω από τις 4 στιγμές/φάσεις του παιχνιδιού:
- Αμυντική οργάνωση
- Η μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση
- Επιθετική οργάνωση
- Η μετάβαση από την επίθεση στην άμυνα
Κατά συνέπεια, τουλάχιστον μία από αυτές τις 4 στιγμές του παιχνιδιού είναι πάντα παρούσα σε κάθε προπονητική άσκηση, που ακολουθεί την ονομαζόμενη «αρχή της εξειδίκευσης».
Κάθε δράση στο παιχνίδι, ανεξάρτητα σε ποια από τις 4 στιγμές του παιχνιδιού μπορεί να συμβεί, περιλαμβάνει μια απόφαση (τακτική διάσταση), μια δράση ή μια κινητική ικανότητα (τεχνική διάσταση) που απαιτεί μια συγκεκριμένη κίνηση (σωματική διάσταση) και κατευθύνεται από συναισθηματικές καταστάσεις (ψυχολογική διάσταση).
“Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις διαφορές μεταξύ της παραδοσιακής αναλυτικής προπόνησης, όπου οι παράγοντες ενός παιχνιδιού εκπαιδεύονται μεμονωμένα και της ολοκληρωμένης προπόνησης, η οποία χρησιμοποιεί τη μπάλα αλλά οι θεμελιώδεις αρχές της δεν διαφέρουν πολύ από την παραδοσιακή. Και υπάρχει ο δικός μου τρόπος προπόνησης, ο οποίος ονομάζεται τακτική περιοδικότητα. Δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα δύο, παρόλο που πολλοί άνθρωποι πιστεύουν το αντίθετο”, είχε δηλώσει από το 2006 κιόλας ο Μουρίνιο.
Ο Πορτογάλος ξεχώρισε την προηγούμενη δεκαετία εκπροσωπώντας ένα αμυντικογενές στυλ, στο οποίο ακόμα και οι επιθετικοί είχαν ως πρώτο μέλημα τους την άμυνα. Ωστόσο, ο Πεπ Γκουαρδιόλα παρουσίασε μία διαφορετική ποδοσφαιρική πρόταση, η οποία, σταδιακά, κυριάρχησε στην προπονητική, τουλάχιστον στο κορυφαίο επίπεδο. Όμως, ο Μουρίνιο αρνιόταν πεισματικά να εξελίξει τις μεθόδους του στη σύγχρονη εποχή και αυτό ήταν εμφανές στο παιχνίδι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Εν τέλει, φαίνεται πως οι αποτυχίες συνέτισαν τον Μουρίνιο. Ο Πορτογάλος ανέλαβε την Τότεναμ και δεν θυμίζει τον άνθρωπο που εργαζόταν στο Ολντ Τράφορντ. Μάλιστα, μοιάζει διατεθειμένος να αλλάξει τις τακτικές του και να δοκιμάσει μία επιθετική συνταγή…
Σίγουρα θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα ονόματα στη λίστα των προπονητών που εισήγαγαν καινοτομίες και διαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του ποδοσφαίρου, αλλά οι συγκεκριμένοι αποτελούν μερικά από τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα.