Διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο “Γλωσσική διδασκαλία χθες, σήμερα, αύριο”, το οποίο εξηγούσε το πως εξελίχθηκε η σχολική διδασκαλία από τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι σήμερα. Στόχος του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν να παρουσιάσει την εκπαιδευτική πολιτική που ακολούθησαν τα κράτη ανά τα χρόνια αλλά και το πώς αυτή συνδέθηκε με συγκεκριμένες κοινωνικές αλλαγές. Με λίγα λόγια, κατέστησε σαφές ότι η κοινωνία, η πολιτική και η εκπαίδευση αλληλοεπηρεάζονται και αλληλεξαρτώνται ήδη από τον προηγούμενο αιώνα.
Αν λάβουμε υπόψιν το παραπάνω συμπέρασμα εγείρεται μια σημαντική απορία… Τι συμβαίνει σε ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, όπου η σχολική πραγματικότητα δε συμβαδίζει με την κοινωνική;
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερη απάντηση από τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Όσο κλισέ και αν ακούγεται, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι η βάση της κοινωνίας και το “μέλλον” πράγματι βρίσκεται εκεί. Αν, λοιπόν, ένα σύστημα δεν προσπαθεί να προετοιμάσει τους νέους ώστε να είναι είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της εκάστοτε κοινωνίας, τότε βαδίζει με αργά βήματα προς την καταστροφή του.
Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα μας διαθέτει το πλέον συγκεντρωτικό σύστημα στην Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Μάλτα είναι οι μόνες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα σχολικά εγχειρίδια, καθορίζονται από τις σχολικές αρχές καθώς σε όλες τις υπόλοιπες χώρες, παρατηρείται σχετικά μεγάλη αυτονομία στην επιλογή των σχολικών εγχειριδίων, των μαθημάτων και των μεθόδων διδασκαλίας.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως τόσο οι καθηγητές, όσο και οι μαθητές κινούνται σε περιορισμένα, αν όχι ασφυκτικά “χωροχρονικά” πλαίσια, προκειμένου “να βγει η ύλη”, όπως συχνά ακούγεται στις σχολικές αίθουσες. Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια δημιουργικότητας, ανάπτυξης κριτικής σκέψης και ομαδικού πνεύματος. Εφόδια που οι μαθητές στο μέλλον θα χρειαστούν πολύ περισσότερο από την αποστήθιση συγκεκριμένων εκφράσεων στην έκθεση ή τη δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου.
Δυστυχώς όμως η δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος δεν ενδιαφέρεται να προετοιμάσει μελλοντικούς πολίτες αλλά εν δυνάμει υποψήφιους πανελλαδικών που αντιλαμβάνονται τη γνώση χρησιμοθηρικά και πρέπει να μάθουν να “παπαγαλίζουν”, να “κυνηγάνε” τον βαθμό και να αναπαραγάγουν κατά γράμμα τα όσα διδάσκονται.
Παρόμοιοι στόχοι διδασκαλίας, είχαν τεθεί και στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, στην Ευρώπη, δεδομένου ότι η μαζική παραγωγή απαιτούσε εργαζόμενους που θα ήταν πειθαρχημένοι στην εκτέλεση συγκεκριμένων ενεργειών, γνωρίζοντας μεν τα βασικά, ανάγνωση και γραφή, αλλά χωρίς καμία απαίτηση για κριτικό πνεύμα και συνεργασία, καθώς κάτι τέτοιο δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εποχής. Τα παιδιά λοιπόν, είχαν ελάχιστη κινητικότητα μέσα στην τάξη, το μάθημα ήταν δασκαλοκεντρικό και διεκπαιρεωτικό. Ερώτηση- Απάντηση- Ανατροφοδότηση (αρνητική/θετική), ήταν το βασικό μοτίβο διδασκαλίας. Δύο αιώνες αργότερα, σε μια κοινωνία με εντελώς διαφορετικές απαιτήσεις, αυτές οι διδακτικές πρακτικές θεωρούνται τουλάχιστον αναχρονιστικές.
Ο δάσκαλος συνεχίζει να έχει κεντρικό ρόλο, διδάσκοντας ως επί το πλείστον με τρόπο παραδοσιακό, γράφοντας δηλαδή στον πίνακα και διαβάζοντας από το βιβλίο. Οι μαθητές συνεχίζουν να έχουν ελάχιστη διάδραση με το μάθημα, να αξιολογούνται μέσω test και διαγωνισμάτων και αυτά που διδάσκονται συνεχίζουν να συνδέονται ελάχιστα ή και καθόλου με την κοινωνία και τη μετέπειτα ζωή τους.
Αυτό το χάσμα μεταξύ κοινωνικής και σχολικής πραγματικότητας, ο τρόπος που διεξάγαγεται το μάθημα και η ελάχιστη διαδραστικότητά του, έχουν επιπτώσεις και στην απόδοση των μαθητών. Οι περισσότεροι μαθητές δεν παρακολουθούν την ώρα της παράδοσης, βρίσκουν το σχολείο πληκτικό και καταπιεστικό και ενδιαφέρονται μόνο για καταλήψεις, αποχές και κενά.
Έρευνα που διενεργήθηκε από το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, με τίτλο “Η ταυτότητα της ελληνικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης”, αποκαλύπτει τις εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών, στα βασικά γνωστικά αντικείμενα: Μαθηματικά: 24η σε 28 κράτη, Γλώσσα/Κατανόηση κειμένου: 23η, Φυσικές Επιστήμες: 24η θέση.
Μήπως είναι ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος που το σχολείο βλέπει τους μαθητές του, για να μπορέσει να αλλάξει και ο τρόπος που οι μαθητές βλέπουν το σχολείο;
Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι έτσι δομημένο που να προκαλεί τον μαθητή να ανακαλύψει τη γνώση μέσω ερεθισμάτων και όχι να του δίνει “έτοιμη τροφή”. Να του μάθει πως να σκέφτεται, να δίνει λύσεις σε προβλήματα, να βρίσκει καινοτόμες ιδέες… Να δίνει βάση στη μουσική, τη ζωγραφική και τη γυμναστική για την καλλιέργεια του χαρακτήρα. Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι ευέλικτο.
“Το μυαλό δεν είναι δοχείο που πρέπει να γεμίσει αλλά μια φωτιά που πρέπει να ανάψει”.
Πλούταρχος
Τα πλαίσια του σκληρού ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης απαιτούν να γίνουν άμεσες αυτές οι αλλαγές, αν θέλουμε η κοινωνία κάποια στιγμή να ευημερήσει. Η νέα οικονομία απαιτεί εργαζόμενους με μεγάλη εμπλοκή και όχι απλούς εκτελεστές εντολών. Η μοναδικότητα αποτελεί προσόν στα χρόνια της μαζικής παραγωγής. Ο τεχνολογικός ή ψηφιακός αναλφαβητισμός έχει αντικαταστήσει τον κλασικό αναλφαβητισμό και οι επικοινωνιακές ικανότητες είναι άκρως απαραίτητες.
Είναι μήπως καιρός να μάθουμε να “τονίζουμε” σωστά;