Ο ηθοποιός μέσα από τα μάτια του Ντιντερό

Picture of Εύα Αποστολίδου

Εύα Αποστολίδου

“Η ευαισθησία είναι χαρακτηριστικό της καλοσύνης της ψυχής και της μετριότητας του πνεύματος”

Ντιντερό

Ήδη από την παραπάνω φράση γίνεται εμφανές το θέμα, το οποίο διαπραγματεύεται ο Ντιντερό στο αισθητικό του δοκίμιο “Το παράδοξο του ηθοποιού”. Αυτό το δοκίμιο θα σχολιάσουμε στο παρόν άρθρο με διάθεση για προβληματισμό. Αρχικά, θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε ότι ο Ντιντερό ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, ο οποίος ασχολήθηκε και με το θέατρο θέτοντας προβληματισμούς και αμφισβητώντας εκείνους που θεωρούσαν πως βασικό προσόν του ηθοποιού είναι η ευαισθησία του. Το έργο του “Το παράδοξο του ηθοποιού” θυμίζει αρκετά την διαλεκτική του Σωκράτη, καθώς πρόκειται για έναν διάλογο μεταξύ “πρώτου” και “δεύτερου”, όπου ο δεύτερος χρησιμεύει πρωτίστως στην απόδειξη των θέσεων του πρώτου.

Αν, λοιπόν, η ευαισθησία ήταν εκείνο το απαραίτητο εφόδιο, το οποίο χαρακτηρίζει έναν εξαίσιο ηθοποιό τότε αυτός ο ηθοποιός θα ήταν εξαίσιος μόνο για δύο παραστάσεις, Αυτό θα συνέβαινε διότι η συγκίνηση που θα του προκαλούσε το δραματικό γεγονός δεν θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο. Άλλωστε, το ίδιο το κοινό θα έφτανε στο σημείο να δυσανασχετήσει και να αποδοκιμάσει τον ηθοποιό, αν εκείνος παραδιδόταν σε συναισθηματικές εξάρσεις και έχανε τον έλεγχο του εαυτού του επί σκηνής. Αυτό, διότι θα ξεχνούσε τα λόγια του και θα σταματούσε την ροή της παράστασης. Επομένως, αφού η ευαισθησία δεν είναι εκείνη που διακρίνει τον καλό ηθοποιό, τότε τί μπορεί να είναι;

Η παρατήρηση-μίμηση. Ένας αληθινά καλός ηθοποιός χρειάζεται να είναι ένας επιδέξιος παρατηρητής του πραγματικού κόσμου και του εαυτού του. Αυτό το χαρακτηριστικό μάλιστα αφορά όλων των ειδών τους καλλιτέχνες. Η δημιουργία γεννιέται μέσα από την παρατήρηση, από κάποιο ερέθισμα, από την συμπεριφορά κάποιου, από μια σειρά σκέψεων ή ακόμη και από ένα συναίσθημα. Όπως γράφει και ο ίδιος ο Ντιντερό και, ίσως, έχετε παρατηρήσει και εσείς στην δική σας ζωή, κανένας δεν μπορεί να γράψει όταν βιώνει μια πρόσφατη απώλεια ή, γενικότερα, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του πρώτου πόνου. Κατά συνέπεια, ο ηθοποιός δεν βιώνει τον πόνο ή κάποιο αυθεντικό συναίσθημα πάνω στην σκηνή παρά μονάχα μιμείται το συναίσθημα, την κίνηση και, κατ’ επέκταση, έναν χαρακτήρα. Έχει παρατηρήσει πολύ καλά τον εαυτό του και τους άλλους σε διάφορες καταστάσεις έτσι ώστε να ξέρει πώς μοιάζει κανείς όταν πονά, όταν χαίρεται, όταν λυπάται… Παράλληλα, έχει προσέξει τον εαυτό του επί σκηνής, αλλά και τους θεατές ώστε να γνωρίζει τί αρέσει στο κοινό και πώς μπορεί να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο με το πέρασμα περισσότερων παραστάσεων.

Αν, λοιπόν, η ευαισθησία ήταν εκείνο το απαραίτητο εφόδιο, το οποίο χαρακτηρίζει έναν εξαίσιο ηθοποιό τότε αυτός ο ηθοποιός θα ήταν εξαίσιος μόνο για δύο παραστάσεις, Αυτό θα συνέβαινε διότι η συγκίνηση που θα του προκαλούσε το δραματικό γεγονός δεν θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο. Άλλωστε, το ίδιο το κοινό θα έφτανε στο σημείο να δυσανασχετήσει και να αποδοκιμάσει τον ηθοποιό, αν εκείνος παραδιδόταν σε συναισθηματικές εξάρσεις και έχανε τον έλεγχο του εαυτού του επί σκηνής. Αυτό, διότι θα ξεχνούσε τα λόγια του και θα σταματούσε την ροή της παράστασης. Επομένως, αφού η ευαισθησία δεν είναι εκείνη που διακρίνει τον καλό ηθοποιό, τότε τί μπορεί να είναι;

Καταλήγει πως η παντελής έλλειψη ευαισθησίας γεννά εξαίσιους ηθοποιούς, ενώ φτάνει αργότερα στο σημείο να υποστηρίζει πως, στην πραγματικότητα, ο καλός ηθοποιός δεν έχει δικό του χαρακτήρα και για αυτόν τον λόγο μπορεί να υποδύεται όλους τους χαρακτήρες. Για να στηρίξει αυτή την θέση χρησιμοποιεί το παράδειγμα του δήμιου: “Δεν γίνεται κανείς σκληρός επειδή γίνεται δήμιος, αλλά το αντίστροφο”. Και σαν να μην έφτανε αυτή η υποτίμηση έρχεται να προσθέσει μία καινούρια, στην οποία υποστηρίζει πως το επάγγελμα του ηθοποιού αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, επάγγελμα δεύτερης ευκαιρίας για όλους εκείνους που έμειναν χωρίς χρήματα και εισέβαλλαν σε κάποιο θίασο στην προσπάθεια να συντηρηθούν. Άλλωστε, αν οι ηθοποιοί ανήκαν σε ενάρετες οικογένειες και αποτελούσαν τίμιους πολίτες, τότε οι ποιητές θα έπρεπε να γράφουν έργα πιο εκλεπτυσμένα και δεν θα παρουσίαζαν ευτελείς πράξεις και συμπεριφορές.

Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε πως ο Ντιντερό έζησε τον 18ο αιώνα και, αν εξαιρέσουμε την άποψή του περί του ηθοποιού-κόλακα-ασώτου, υποστήριξε μία θέση, η οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμη μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για την θέση στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή και αφορά την παρατήρηση και την μίμηση. Πρέπει να δεχτούμε πως ο ηθοποιός πάνω στην σκηνή συγκινεί περισσότερο εμάς τους θεατές, παρά συγκινείται ο ίδιος. Και για να δημιουργήσω έναν ευρύτερο προβληματισμό θα παραθέσω ένα ακόμη απόσπασμα από το δοκίμιο ως τελική τροφή για σκέψη:

“Η φύση μας δίνει τον εαυτό μας. Διαφορετικοί από τον εαυτό μας γινόμαστε με την μίμηση. Η καρδιά που φανταζόμαστε πως έχουμε δεν είναι αυτή που έχουμε. Ποιο είναι, λοιπόν, το αληθινό ταλέντο;”

Το παράδοξο του Ντιντερό MAXMAG

Διάβασε επίσης!

Ψήφισε το καλύτερο άρθρο για το μήνα...