Πρόκειται για μια από τις πιο επιβλητικές φιγούρες της παγκόσμιας κινηματογραφικής ιστορίας. Το έργο του παραμένει αντικείμενο συζήτησης και σημείο αναφοράς στον χώρο μέχρι σήμερα. Υπήρξε ένας από τους πιο θαυμαστούς, αλλά και αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες των προηγούμενων δεκαετιών. Ο λόγος, φυσικά, για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ ή, για πολλούς, τον “πατέρα” των ταινιών τρόμου.
Αν ρωτάτε εμένα, η γνωριμία μου με τον Χίτσκοκ ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Μέχρι τα 15 μου, είχα δει σχεδόν όλα τα έργα του (Ναι, ενδεχομένως υπήρξε μια εμμονή). Πάντα μου φαινόταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η οπτική του. Τα έργα που θυμάμαι να ξεχώρισα ήταν το “The Rope” (μία ταινία που μοιάζει εκπληκτικά με παράσταση, καθώς αποτελείται από δέκα μονόπλανα δεμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται σαν μια συνεχόμενη σκηνή) και το “Rear Window”. Το τελευταίο, εξακολουθεί να είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες. Ωστόσο, είναι μόλις τα τελευταία χρόνια που άρχισα να ψάχνω για αυτόν, να προσπαθώ να καταλάβω τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη. Αυτά που βρήκα δεν μπορώ να πω ότι ήταν στο σύνολό τους θετικά, ήταν σίγουρα όμως ενδιαφέροντα. Ας τα πάρουμε ωστόσο από την αρχή.
Πρώιμο έργο
Ο Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1899 (φυσικά και θα ήταν λέων…). Η καριέρα του ξεκίνησε την δεκαετία του 20’ στο Λονδίνο και, περίπου μέσα σε μια εικοσαετία, μετακόμισε στην Αμερική, όπου και έγινε ακόμα γνωστότερος. Ξεκίνησε ως σχεδιαστής των κινηματογραφικών τίτλων αρχής και τέλους σε διάφορες ταινίες, αλλά πολύ σύντομα βρήκε τον δρόμο του προς την σκηνοθεσία. Είναι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς ότι ο Χίτσκοκ ξεκίνησε την καριέρα του στον βωβό κινηματογράφο και την ολοκλήρωσε στον ομιλούντα. Δυστυχώς, βέβαια, μεγάλο μέρος αυτού του πρώιμου έργου του έχει χαθεί (καθώς από τα βωβά έργα του έχουν διασωθεί μόνο εννιά). Τα ψυχολογικά θρίλερ του Χίτσκοκ απέκτησαν ιδιαίτερη φήμη, την οποία διατηρούν ακόμη.
Το “χιτσκοκικό” στυλ έμελλε να μείνει στην ιστορία. Υπό τις οδηγίες του Χίτσκοκ, η κάμερα φαίνεται να μιμείται το ανθρώπινο βλέμμα, μετατρέποντας, έτσι, τον παρατηρητή σε “ηδονοβλεψία”, όπως χαρακτηριστικά επιλέγουν να το περιγράφουν οι κριτικοί. Ο Robin Wood -κριτικός κινηματογράφου– χαρακτηρίζει τις ταινίες του Χίτσκοκ ως οργανισμούς, στους οποίους “το όλο υποδηλώνεται σε κάθε λεπτομέρεια, και η κάθε λεπτομέρεια είναι συσχετισμένη με το όλο”.
Hitchcock VS Academy Awards
Η σχέση του Χίτσκοκ με τα βραβεία ήταν, θα λέγαμε, περίπλοκη. Αν και το έργο του έχει, σαφώς, αναγνωριστεί, τόσο από τους θεατές, όσο και από τους ανθρώπους των τεχνών, είναι γεγονός ότι η Ακαδημία δεν είχε λάβει το memo. Παρά τις πέντε (καθαρά στο όνομά του) υποψηφιότητες του ανά τα χρόνια, ο Χίτσκοκ δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει το πολυπόθητο Academy Award.
Όπως δήλωσε και ο ίδιος, φαίνεται πως ήταν “always a bridesmaid, never a bride”. Όταν, ωστόσο, ήρθε η ώρα να λάβει ένα τιμητικό βραβείο για την συνολική προσφορά του στα Academy Awards του 1967, φαίνεται πως, τελικά, την κράτησε την κακία. Έδωσε ίσως τον πιο μικρό ευχαριστήριο λόγο, καθώς αρκέστηκε σε ένα: “Thank you… Very much indeed”.
Από τις πέντε λέξεις παραπάνω, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι πρόκειται σίγουρα για μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Οι συνεργάτες του τον περιγράφουν έντονα φλεγματικό και αυθόρμητο. Είναι φανερό ότι δεν φοβόταν να παίρνει ρίσκα. Ολόκληρη η καριέρα του ήταν μια διαμάχη απέναντι στους συντηρητικούς κανόνες του Holywood. Άξιο αναφοράς είναι ότι στο μακρινό 1948, ο Χίτσκοκ δεν δίστασε να επιλέξει ανοιχτά γκέι ηθοποιούς για να ερμηνεύσουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενός γκέι ζευγαριού στην ταινία “The rope”.
Μεταξύ άλλων, ο Χίτσκοκ θεωρούταν από τους συνεργάτες και φίλους του ως ένας άνθρωπος με πολύ ιδιαίτερο χιούμορ, ενδεχομένως παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Είναι γνωστό ότι μια από τις αγαπημένες του ασχολίες ήταν οι φάρσες στους ηθοποιούς και τους φροντιστές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φορά που είχε βάλει στοίχημα με ένα από τα μέλη του συνεργείου, ότι δεν θα τα κατάφερνε, έπεισε τον συνεργάτη του να μείνει δεμένος όλο το βράδυ με χειροπέδες. Αυτό, βέβαια, που παρέλειψε να αναφέρει πριν τον δέσει, ήταν ότι του είχε δώσει να πιει εν αγνοία του καθαρτικό (καθόλου αστείο, αν ρωτάτε εμένα). Τότε αντιμετωπίστηκε ως ένα ακραίο μεν, αλλα “άκακο” παιδικό αστείο. Ήταν ωστόσο;
Τα "μαύρα" σημεία
Εφόσον κάνουμε λόγο για τον Χίτσκοκ, δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τις κατηγορίες που περιτριγυρίζουν το όνομα του τα τελευταία χρόνια. Μετά την εκδήλωση του κινήματος “Me too” στην Aμερική και αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, φάνηκε πως και ο Χίτσκοκ ήταν ένας από τους πολλούς κακοποιητικούς σκηνοθέτες της εποχής. Η Tippi Hedren (πρωταγωνίστρια στην ταινία “Τα πουλιά”) κατηγόρησε τον Χίτσκοκ για κακοποίηση και, έπειτα, για απειλές εις βάρος της όταν αυτή δεν ανταποκρίθηκε στις επιθυμίες του.
Στις συνεντεύξεις του, ο ίδιος δηλώνει καθέτως ότι είναι κατά της έμφυλης βίας. Λέει χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για “τις πιο ανθρωπίνως δυνατόν σατανικές πράξεις“. Ο λόγος που “έπρεπε” να βγει και να κάνει αυτή τη δήλωση, ήταν το γεγονός ότι τα περισσότερα έργα του, ίσως και λόγω της φύσης της θεματολογίας, παρουσιάζουν βία εναντίον των γυναικών.
Σίγουρα αυτό το άρθρο αποτελεί μια πολύ συνοπτική παρουσίαση του Χίτσκοκ. Ο λόγος, όμως, που γράφτηκε κατά αυτόν τον τρόπο ήταν για να αναστοχαστούμε ως προς το ερώτημα που διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χίτσκοκ ήταν και είναι εξαιρετικά σημαντικό για την τέχνη του κινηματογράφου. Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι οι δηλώσεις της Tippi Hedren πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Πώς πρέπει λοιπόν η κοινωνία να αντιδράσει σε αυτή τη συνθήκη; Είναι ορθό να ταυτίζουμε το έργο με τον καλλιτέχνη; Είναι πιο ηθικό να κάνουμε “cancel” τα έργα του μαζί με αυτόν ή δεν θα υπήρχε νόημα σε αυτό;