Γράφουν οι Έφη Κόλλιου Δανιηλίδου και Νικολέτα Κοντονικολάου
Χωρίς αμφιβολία, είναι γεγονός ότι η ταινία “Υπάρχω” του 2024, με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Μάστορα, επανέφερε στο προσκήνιο τη ζωή και την κληρονομιά του φαινομένου του λαϊκού τραγουδιού, Στέλιου Καζαντζίδη. Το έργο αυτό του ελληνικού κινηματογράφου, σε σενάριο της Κ. Μπέη και σε σκηνοθεσία του Γ. Τσεμπερόπουλου, σκιαγραφεί τη ζωή και τον χαρακτήρα του εμβληματικού καλλιτέχνη που έγινε η φωνή της ψυχής των λαϊκών ανθρώπων.
Στέλιος Καζαντζίδης: Από τη φτώχεια στην αθανασία
Μέσα από την ερμηνεία του Χ.Μάστορα, η ταινία αναβιώνει στην οθόνη τη γεμάτη δυσκολίες και αντιθέσεις ζωή του Καζαντζίδη, ενώ συγχρόνως προσφέρει μια συγκινητική απεικόνιση του χαρακτήρα του. Ο “Στελάρας”, όπως συχνά τον αποκαλούσαν, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε μια φτωχή γειτονιά προσφύγων στην Αθήνα και βίωσε από μικρός τη σκληρή πραγματικότητα της εργατικής τάξης, η οποία τον καθόρισε. Μεγαλώνοντας ορφανός από πατέρα, χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει και να στηρίξει τη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του.
Σταδιακά, όμως η μοναδική φωνή του τον οδηγούσε στο μονοπάτι της μουσικής. Το Τραγούδι “Για Μπάνιο πάω” αποτέλεσε από τα πρώτα του και και απογείωσε την καριέρα του. Ο Καζαντζίδης συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες της εποχής όπως ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις και ο Καλδάρας και συγχρώνως ο ίδιος ανέδειξε νεαρά ταλέντα σαν τις περιπτώσεις του Νικολόπουλου και της Μαρινέλλας. Παρόλο, όμως, που η ζωή του υπήρξε γεμάτη θριάμβους και από νωρίς είχε κατακτήσει μια θέση στο πάνθεον του λαϊκού τραγουδιού, από την πορεία του δεν έλειψαν οι έντονες συγκρούσεις, κυρίως με τη δισκογραφική βιομηχανία.
Ειδικότερα, στην διάρκεια της θυελλώδους πορείας του ο Στέλιος Καζαντζίδης ήρθε αρκετές φορές σε διενέξεις με τις δισκογραφικές, αγωνιζόμενος για μία καλύτερη μεταχείριση των καλλιτεχνών. Η αφορμή δόθηκε το 1959, όταν για την εμπορική του επιτυχία “Μαντουμπάλα”, ο ίδιος αποκόμισε μόλις 1.000 δραχμές, ενώ η εταιρία “COLUMBIA” πάνω από 1.000.000, λόγω των εφάπαξ πληρωμών των τραγουδιστών που ήταν το σύνηθες τότε. Αυτό οδήγησε τον Καζαντζίδη να διεκδικήσει ποσοστα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για κάθε συντελεστή. Επιπλέον, μετά την αποχώρηση του, η εν λόγω δισκογραφική εξέδωσε δίσκο με τα “πρωτόλειά” του σε εξευτελιστικές τιμές. Για τον δίσκο εκέινο ο ίδιος ο τραγουδιστής ισχυρίστηκε οτι αμαύρωνε την φήμη του, ωστόσο αυτή η μάχη απέβη μάταιη στα δικαστήρια.

Η επανάσταση που έφερε στη λαϊκή μουσική
Πολλοί συμφωνούν με την άποψη ότι ο Καζαντίδης έφερε μια νέα πνοή στη λαϊκή μουσική και αποτέλεσε θεμέλιο λίθο αυτής. Είχε σημαντικές μουσικές επιρροές από το ρεμπέτικο. ένα μουσικό είδος το οποίο κατάφερε να εξελίξει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, ενσωματώνοντας πιο σύγχρονες επιρροές και προσεγγίζοντας ευρύτερα ακροατήρια. Ειδικά τη δεκαετία του ‘60, οι ερμηνείες του αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για το λαϊκό τραγούδι, που πλέον είχε αποκτήσει κύρος και δεν αντιμετωπιζόταν ως κατώτερο, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Στελάρας”: τραγουδιστής του λαού και της κοινωνίας
Ο Καζαντζίδης, ωστόσο, υπήρξε κάτι περισσότερο από ένας απλός τραγουδιστής. Η επιρροή του από τα πρώτα βήματα της καριέρας του έως και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή και άσβεστη στις καρδιές όλων όσων παλεύουν με την καθημερινότητα αλλά και όλων όσων αναγνωρίζουν τη δύναμη και την αυθεντικότητα της μουσικής του.
Οι στίχοι του περιγράφουν με αφοπλιστική ειλικρίνεια τον πόνο της ξενιτιάς, τη μοναξιά, τις δυσκολίες της καθημερινότητας και την αδικία που βιώνουν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Ο Καζαντζίδης δεν υποκρίνεται ούτε προσποιείται. Είναι γεγονός, ότι παρά την αξεπέραστη φήμη και επιτυχία του, παρέμεινε κοντά στις ρίζες του. Η φτώχεια που γνώρισε στην παιδική του ηλικία και τα εμπόδια που συνάντησε στον δρόμο του καλλιέργησαν ένα βαθύ και ακλόνητο σεβασμό για τους ανθρώπους του μόχθου. Ίσως για αυτόν τον λόγο όταν τραγουδούσε έμοιαζε σαν να εξομολογείται.
Η συναισθηματική φόρτιση στις ερμηνείες του καθιστούσε τα τραγούδια του βαθιά προσωπικά για τον καθένα, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη και μοναδική σύνδεση με το κοινό του. Τα τραγούδια του μιλούσαν άμεσα στην καρδιά των φτωχών, των εργατών και των μεταναστών. Ο Καζαντζίδης δεν ερμήνευε απλώς, αλλά γινόταν η ηχώ και η δύναμη όλων αυτών που δεν είχαν τη δυνατότητα να ακουστούν, καθώς επίσης και ένας σύντροφος στις δύσκολες στιγμές της ξενιτιάς.
Η απόσυρση: το μεγάλο πλήγμα στην ελληνική νύχτα
Παρά, λοιπόν, την ολοένα αυξανόμενη απήχησή του σε εσωτερικό και εξωτερικό, ο πολυαγαπημένος τραγουδιστής αποφάσισε να εγκαταλείψει τον χώρο της “νύχτας” το 1965, στο αποκορύφωμα της φήμης του. Γενεσιουργά αίτια για την αμετάκλητη αυτή απόφαση του Στέλιου Καζαντζίδη στάθηκαν οι απαράδεκτες συνθήκες -εργασιακές και μη- που επικρατούσαν στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, ιδίως ως προς την συμπεριφορά, την νοοτροπία και του τρόπου λειτουργίας αυτών. Έπειτα, θεωρούσε ότι και το κοινό των κέντρων αυτών αποτελούνταν από ένα ακροατήριο γλεντοκόπων που επ’ ουδενί δεν συμμεριζόταν το βαθύτερο νόημα των τραγουδιών του καλλιτέχνη. Η συγκυρία αυτή δεν είχε καμία σχέση με με το οικογενειακό κοινό και τον απλό λαό, στους οποίους ο ίδιος επιθυμούσε να απευθύνεται. Το αποκορύφωμα, όμως, των δεινών ήταν οι διάφορες απειλές που δεχόταν ο Καζαντζίδης από υπεύθυνους μαγαζιών και το ίδιο το κοινό, που σε αρκετές περιπτώσεις είχανε πάρει αρκετά ακραία μορφή ψυχολογικής βίας. Μια εκ των περιπτώσεων περιελάμβανε υπό την απειλή όπλου να αναγκαστεί να επαναλάβει 22 φορές το τραγούδι “Ένας Μάγκας στο Βοτανικό”. Παρόμοια περιστατικά λάμβαναν συχνά χώρα κατά του περιζήτητου ερμηνευτή, ωθώντας τον στην τελική απόφαση της απόσυρσης, μόλις στα 33 του έτη.
Οι σκοτεινοί χρόνοι της Δικτατορίας και η Επιστροφή
Η επιλογή του Καζαντζίδη να αποχωρήσει από τον χώρο σόκαρε το πανελλήνιο, το οποίο είχε γοητευτεί από την φωνή και τον καημό που αυτός εξέφραζε. Ακολούθησε ένα διετές διάλειμμα από το τραγούδι, και ύστερα ο τραγουδιστής επιστρέφει με βλέψεις να ιδρύσει την δική του δισκογραφική, STANDARD. Η Δικτατορία, όμως, ανέτρεψε τα σχέδιά του, απαγορεύοντας μάλιστα την κυκλοφορία του 90% των τραγουδιών του.
Το 1975, ο “Στελάρας” εκδίδει αυτόν που για αρκετά χρόνια θεωρήθηκε ο τελευταίος του δίσκος. Το “Υπάρχω” θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία του Στέλιου Καζαντζίδη και ένα ορόσημο της δισκογραφίας του. Όπως έγινε φανερό και στην ταινία, ο δίσκος αποτέλεσε την αφορμή για να μεταδώσει ο τραγουδιστής ένα προσωπικό μήνυμα προς το ένθερμο κοινό του, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να αποχωρήσει από το μουσικό προσκήνιο. Από πολλούς θεωρήθηκε το κύκνειο άσμα του. Η αντίληψη αυτή όμως απορρίφθηκε με την επάνοδό του στον χώρο το 1987. Την επιστροφή του ακολούθησε η κυκλοφορία πολλαπλών επιτυχιών. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και ο δίσκος “Τραγουδω”, ο οποίος έγινε χρυσός μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης, παρά το καλλιτεχνικό του μεγαλείο δεν επιδίωξε ποτέ τη πολυτέλεια ή τη δημόσια προβολή. Ήταν λιτός, αυθεντικός και μοναχικός χαρακτήρας. Η μεγάλη αγάπη του για τη φύση και ειδικά για τη θάλασσα και το ψάρεμα αντικατοπτρίζουν την εσωτερική του ανάγκη να ξεφεύγει από τη φασαρία της δόξας και να διατηρεί την πνευματική και ψυχική του ισορροπία.
Τέλος, αξίζει μία ιδιαίτερη μνεία στα σημαντικότερα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη: “Η ζωή μου όλη”, “Ένας μάγκας στο Βοτανικό”, “Ζιγκουάλα”, “Αυτή η Νύχτα μένει”,” Το ξερα πως θα μου φύγεις”, “Πριν μου φυγεις γλυκιά μου”, “Σαββατόβραδο”, “Βράχο-Βράχο τον καημό μου”, “Για μας ποτέ μη ξημερώσει”, “Στα βράχια της Πειραϊκής”, “Πάρε τα χνάρια μου”, “Υπάρχω” και πολλά άλλα τραγούδια που σημάδεψαν γενιές και γενιές και άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο ρεμπέτικο είδος.
Εν κατακλείδι, ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας απαστράπτων αστέρας σε όλη την δισκογραφική σταδιοδρομία του, μεταβάλλοντας μόνιμα την φύση του ρεμπέτικου και βάζοντας ψηλά τον πήχυ για το λαϊκό τραγούδι. Ένας εκφραστης των περιθωριοποιημένων, υπέρμαχος των ανερχόμενων καλλιτεχνών και πρωτοπόρος, ο Στέλιος Καζαντζίδης άφησε μία από τις σημαντικότερες παρακαταθήκες στην καλύτερα να πεις στην ελληνική μουσική της Μεταπολίτευσης. Και αυτός είναι ο λόγος που τον καθιστά αείμνηστο.