Τέχνη: ένα ζήτημα που μας απασχολεί από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να «τοποθετείται» σε πολιτισμό. Ο Οδυσσέας Ελύτης σε ένα κείμενο του για την αυτονομία της τέχνης τη χαρακτηρίζει ως εξής: «Αυτή που αναλαμβάνει να μιλήσει στον άνθρωπο για τους πόθους, τις ελπίδες, τα όνειρά του, και να τον οδηγήσει πέραν από το «γνωστό», ως πέρα, ως εκεί που ο νους ελεύθερος απλώνεται και δεν γνωρίζει τα όρια καμιάς a priori προσταγής». Η τέχνη, λοιπόν, δρα και επιδρά στον άνθρωπο, τον διαμορφώνει και «προχωρά», εξελίσσει την ύπαρξη του. Ο Ελύτης εγείρει, λοιπόν, το σπουδαιότερο ερώτημα: Υπάρχουν όρια στην τέχνη, στην καλλιτεχνική δημιουργία και, εν τέλει, στην αποστολή που έχει η ίδια στο πλαίσιο της κοινωνίας;
Πριν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει “ελευθερίας της τέχνης” για το δίκαιο μας. Πρόκειται για ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα με δύο όψεις. Η θετική του διάσταση ανάγεται στο ατομικό δικαίωμα του καθενός στην καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ η παθητική όψη του δικαιώματος αφορά το κοινωνικό δικαίωμα, που ανήκει σε όλους να απολαμβάνουν ένα έργο τέχνης ελεύθερα, χωρίς να έχει ελεγχθεί ή λογοκριθεί προηγουμένως, από τον οποιοδήποτε. Το Σύνταγμα δεν υπάγει την ελευθερία της τέχνης σε κανενός είδους περιορισμό (πρόκειται για ανεπιφύλακτο δικαίωμα), θέτοντας τη σε υψηλότερο βάθρο προστασίας σε σχέση με τις λοιπές μορφές έκφρασης.
Αυτό όμως συνεπάγεται ότι η ελευθερία της τέχνης είναι και απεριόριστη; Φυσικά και όχι! Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων είναι ο -μοναδικός- φραγμός που τίθεται. Τα όρια για το πότε προσβάλλεται το δικαίωμα, η προσωπικότητα κάποιου από μία καλλιτεχνική έκφραση είναι, όμως, πολλές φορές δυσδιάκριτα.
Πότε προσβάλλεται η προσωπικότητα του θεατή από ένα έργο τέχνης; Ο νόμος δεν μπορεί να θέσει συμπαγή όρια εκ των προτέρων. Η τέχνη είναι αυτή που θα υποδείξει τον δρόμο, την καινοτομία, την εξέλιξη. Το κράτος, άλλωστε, όπως ορίζει και το Σύνταγμα, έχει υποχρέωση να προάγει την τέχνη. Όπως έχει αναφέρει και ο Πάμπλο Πικάσο, η τέχνη είναι επιφορτισμένη με μία κοινωνική αποστολή, την πολιτιστική ανάπτυξη του κόσμου. Πως μπορεί, λοιπόν, η τέχνη να συμβάλλει στον πολιτισμό αν είναι ανελεύθερη;
«Η τέχνη είναι ένα ψέμα το οποίο μας μαθαίνει να κατανοούμε την αλήθεια»
Pablo Picasso, βιβλίο «Σκέψεις για την τέχνη».
Η τέχνη όταν είναι ανελεύθερη αυτοαναιρείται, χάνει κάθε νόημα της. Σε μία δημοκρατική κοινωνία κανείς δεν μπορεί επικαλούμενος τον σεβασμό της προσωπικότητας του, να επιβάλλει στους άλλους, άνευ άλλων όρων, τι πρέπει να δουν, να ακούσουν, να διαβάσουν, όσο και υψηλά, ευγενή να είναι τα κίνητρα τους, και έτσι να παρεμποδίσει την καλλιτεχνική δημιουργία, να τη διαχωρίσει σε «καλή» και «κακή». Ο δέκτης πρέπει να αποφασίσει αν θα την απορρίψει ή το αντίθετο!
Γι’ αυτό, το άτομο, ως μέρος της κοινωνίας που αλληλεπιδρά με την τέχνη που είναι φορέας και συγχρόνως, αποδέκτης της πρέπει να είναι προσεκτικό όταν αποφασίζει σε ποιο βαθμό θέλει να παραχωρήσει την ελευθερία του για να προστατευτεί από τις «προσβολές» που μπορεί να δεχθεί από την τέχνη. Μην ξεχνάμε τα παραδείγματα έργων τέχνης, και κυρίως βιβλίων, που λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους για πολιτικούς λόγους, όπως, για παράδειγμα η “Η φάρμα των ζώων” –Τζορτζ Όργουελ, η οποία κατατάχθηκε στα απαγορευμένα βιβλία στη Σοβιετική Ένωση από το 1945 έως και το 1980. Πρόκειται για ένα -πάντα επίκαιρο- πολιτικό μυθιστόρημα, πολύτιμο για την εξέλιξη της σύγχρονης σκέψης. Αρκεί απλώς να αναφέρουμε ότι ο όρος “Οργουελικός” χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ολοκληρωτικές πρακτικές, ενώ νεολογισμοί που εντοπίζουμε στα έργα του συγγραφέα -όπως Ψυχρός Πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης- χρησιμοποιούνται ευρέως έως σήμερα.
Τι θα γινόταν άραγε αν όλα αυτά τα αριστουργήματα που κατά καιρούς αμφισβητήθηκαν, τελικά υπόκειντο σε απαγόρευση και εξαφάνιση με το πρόσχημα κάποιας δήθεν προστασίας;
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το “τεκμήριο του αβλαβούς της τέχνης”, σύμφωνα με το οποίο ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται καχύποπτα, αλλά να υπόκειται σε περιορισμούς μόνο όταν κρίνονται αναγκαίοι για την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Και εδώ πρέπει να θίξουμε ένα τελευταίο ζήτημα που αφορά αυτό ακριβώς· την αναγκαιότητα των περιορισμών, ειδικά όσον αφορά τα ΜΜΕ, στην περίπτωση των οποίων το κράτος, εκτός από την προαγωγή της τέχνης, οφείλει να διασφαλίζει και την ποιοτική στάθμη των τηλεοπτικών προγραμμάτων, πολύ περισσότερο όταν αυτά απευθύνονται σε νέους που ακόμα διαμορφώνουν την κρίση τους. Όταν, δηλαδή, η τέχνη γίνεται το «άλλοθι» για τον εκμηδενισμό της προσωπικότητας κάποιου φυσικά και δε μπορεί να παραμένει ανέλεγκτη. Τότε τίθεται εκτός ορίων, παύει να είναι τέχνη, και καμία δημοκρατική κοινωνία δεν επιθυμεί να την προστατέψει.